Παρασκευή 2 Οκτωβρίου
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Μπήκε κι αυτός ο μήνας, το πώς θα βγει με φοβίζει λίγο, αλλά ας μην το κάνουμε θέμα, μέρα που είναι σήμερα! (Δεν είναι κάτι, τρόπος του λέγειν!) Γι’ αυτό και δεν θα κάνω θέμα και τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν! Όπως τότε στην καραντίνα, χίλιες φορές καλύτερο το παρελθόν, μέχρι να περάσουμε τις Συμπληγάδες, να βγούμε σε ανοιχτή θάλασσα και βλέπουμε!
Καλό μου ημερολόγιο, έπεσα πάλι στα κουτιά με τις παλιές φωτογραφίες! Γύρισα ξανά σ’ εκείνα τα καλοκαίρια που όταν τελείωνε το σχολείο, η γιαγιά Σοφία με έπαιρνε σπίτι της στην Αμφιθέα…. Τι γλύκα ήταν αυτή; Να ξεκινάει το παιχνίδι πρωί και να τελειώνει…. Τέλειωνε ποτέ; Μπα!
Η μέρα ξεκινούσε νωρίς, όπως ξεκινάει για όλα τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Η γιαγιά ήταν ήδη στο πόδι γιατί θεωρείτο αυτονόητο ότι θα ετοίμαζε πρωινό, (τσάι, ψωμί, βούτυρο και μαρμελάδα από τα χεράκια της) για τους άντρες του σπιτιού, τον παππού μου και τον θείο μου τον Νίκο, που έφευγαν για την δουλειά τους. Αμέσως μετά άνοιγε παράθυρα να αεριστεί το σπίτι και στο μεταξύ ξυπνούσα κι εγώ. Καλό πλύσιμο προσώπου και μια πρόχειρη κορδέλα στα μακριά μου μαλλιά για να φάω το πρωινό που ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Το γάλα πάντα με κακάο και το ψωμάκι κομμένο μικρές μπουκιές και στολισμένο με βουτυράκι και μαρμελαδίτσα… Ήταν η εποχή που το αυγό χτυπημένο με ζάχαρη (και κακάο προαιρετικό) ήταν απαραίτητο, άγνωστη λέξη η σαλμονέλα…
Στην συνέχεια, η γιαγιά Σοφία, γέμιζε ένα μεταλλικό δοχείο (μαστραπά το έλεγε) με νερό, με κάθιζε μπροστά της και με υπομονή μου χτένιζε τα μαλλιά βουτώντας την τσατσάρα στο νερό, μέχρι να τα ξεμπερδέψει, να τα χωρίσει στην μέση και να φτιάξει τις κοτσίδες μου… Μετά έπρεπε να διαλέξουμε τα ρούχα που θα φορούσα γιατί ανάλογες θα ήταν οι κορδέλες των φιόγκων! Έπρεπε να ταιριάζουν με τα ρούχα μου απαραιτήτως! Ώρες είχαμε περάσει στο κατάστημα ψιλικών που μου τις αγόραζε, μέχρι να διαλέξουμε! Στενές, φαρδιές, γυαλιστερές ή όχι, μεταξωτές ή γκρό… Πάντως σε όλα τα χρώματα!
Μετά ξεκινούσαμε για το χασάπικο του παππού. Η γιαγιά καθόταν στο ταμείο, μέχρι να περάσει η πρωινή «φούρια» της νοικοκυράς που ερχόταν να διαλέξει κρέας, να κουτσομπολέψει λίγο με την γιαγιά κι εγώ στο μεταξύ έπαιζα μπροστά στο μαγαζί με άλλα παιδιά από τα γύρω μαγαζιά…Θυμάμαι μια φορά, έπεσα σε κάτι τσουκνίδες… Τι πόνος! Τι κάψιμο! Και η γιαγιά, Σοφία, πάντα πρώτη στα γιατροσόφια, πήρε μολόχα και άρχισε να μου τρίβει το πόδι και μ’ έβαζε να επαναλαμβάνω: «έμπα μολόχα, έβγα τσουκνίδα, έμπα μολόχα, έβγα τσουκνίδα»… Δεν ξέρω πόσο δραστικό ήταν το φάρμακο ή η αυθυποβολή, αλλά σε λίγο συνέχιζα το παιχνίδι…
Επιστρέφαμε σπίτι γύρω στις δώδεκα και η γιαγιά χωρίς να χάνει καιρό, ζωνόταν την ποδιά της και χανόταν στα τηγάνια και στις κατσαρόλες της με μένα πάντα δίπλα, να την βοηθάω… Κάποιες φορές έκανα κοπάνα… Με περίμενε η φίλη μου η Ντέπη από δίπλα για να παίξουμε στον κήπο της…
Το μεσημέρι, η γιαγιά και ο παππούς, έναν υπνάκο τον έκλεβαν κι εγώ ξαπλωμένη διάβαζα Μανίνα και Κατερίνα… Τα κοριτσίστικα περιοδικά της εποχής που μεγάλωσαν….γενιές και γενιές! Στο σπίτι της μαμάς απαγορευόταν. Μόνο βιβλία διάβαζα εκεί, αλλά στο σπίτι της γιαγιάς, όλα επιτρέπονταν…. Το απόγευμα, μετά το απογευματινό τσάι που πάντα συνοδευόταν με κάποια λιχουδιά, το παιχνίδι συνεχιζόταν. Αυτή την φορά στο καμαράκι της ταράτσας! Βλέπεις καλό μου ημερολόγιο, η σπιτονοικοκυρά της γιαγιάς είχε δύο παιδιά, λίγο μεγαλύτερα από μένα, τον Βασίλη και την Μαρία… Το καμαράκι εκείνο, είχε γίνει η γιάφκα μας! Παίζαμε σπιτικό! Με κουζινικά φερμένα από την Πόλη που έμοιαζαν με αληθινά! Κατσαρόλες αλουμινίου, κουτάλες και μια κουζίνα μεταλλική με μάτια σαν αληθινά! Παίρναμε κρυφά από τα σπίτια μας ρύζι, μακαρόνια, καφέ και ζάχαρη… Ζητάω συγνώμη αναδρομικά από τον καημένο τον Βασίλη που έχει πιεί αμέτρητα φλιτζάνια άψητου ελληνικού καφέ από τα χεράκια μου!
Είχα και μια κούκλα, μεγάλη, σαν αληθινό μωρό (μιλάμε για τότε, όχι σήμερα που δεν ξέρεις ποια να πρωτοδιαλέξεις!), μου την είχε φέρει δώρο ο θείος Νίκος από την Ιταλία και δεν ξέρω ποιος έριξε την ιδέα να την βαφτίσουμε! Τι γλέντι τρικούβερτο στήθηκε τότε! Η μητέρα των παιδιών, ντύθηκε παπάς, ντύσαμε λεκάνη με χαρτί να μοιάζει κολυμπήθρα, φτιάξαμε με την γιαγιά Σοφία βαφτιστικά ρούχα, όλα ραμμένα στο χέρι και μια κοπέλα που έμενε δίπλα, ανέλαβε τις μπομπονιέρες! Να ξέρεις καλό μου ημερολόγιο, τα έγραψα όλα αυτά και στο βιβλίο μου Ζωή σε πόλεμο…. Πώς ν’ αφήσω έξω την πιο όμορφη περίοδο της ζωής μου; Εκείνα τα καλοκαίρια που μια μικρή κοινωνία στην Αμφιθέα, έπαιζε μαζί με τα παιδιά της; Θυμάμαι πως λάτρευα τον Γιάννη Πουλόπουλο και ήξερα σχεδόν όλα του τα τραγούδια, αλλά το αγαπημένο μου, ήταν το: «Καμαρούλα μια σταλιά», που το τραγουδούσα σε κάθε ευκαιρία και κατά γενική ομολογία είχα καλή φωνή!
Έπεφτα να κοιμηθώ το βράδυ και βιαζόμουν να ξυπνήσω το πρωί για να ξεκινήσει μια ακόμα όμορφη μέρα. Το ακριβώς αντίθετο να ξέρεις μου συμβαίνει τώρα! Καθόλου δεν βιάζομαι να ξυπνήσω, αλλά καταραμένη συνήθεια, από τις 7 στο πόδι!
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, κοίτα τώρα τι έγινε… Γέμισε το στόμα μου σιρόπι από τις αναμνήσεις! Άντε να ξαναγυρίσω στο σήμερα….
ΣΗΜ 1η : Τρεις μέρες τώρα ψάχνω την συγκεκριμένη φωτογραφία με τους φιόγκους-πεταλούδες στις κοτσίδες και την γιαγιά Σοφία, στο μπαλκόνι του σπιτιού της στην Αμφιθέα! Ντουλάπι δεν άφησα όρθιο! Αλλά την ανακάλυψα!
ΣΗΜ 2η : Μαζί με τους… φιόγκους, ανακάλυψα και άλλη φωτογραφία για όσους με ρωτούν από πότε γράφω! Για προσέξτε τι κάνω! Έρωτας μεγάλος το χαρτί κρατάει χρόνια!