Δευτέρα 12 Οκτωβρίου
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Όλη την εβδομάδα τρέχω με ένα σωρό δουλειές και κάθισα το Σαββατοκύριακο να τακτοποιήσω τις φωτογραφίες που έχω στον υπολογιστή μου… Και πήγα κι έπεσα σε Πρωτοχρονιά! Και του πότε αν έχεις Θεό; Μπαίνει το 1985 και ο γάμος μου απέχει ενάμιση μήνα μόλις.
Στην μία φωτογραφία… «Οι τρεις συμπεθέρες!» Με σειρά εμφανίσεως: Κυρία Ευδοκία η πεθερά του θείου μου (αυτή που έλεγε το φλιτζάνι αν θυμάσαι!), δεύτερη η πεθερά μου και τρίτη η γιαγιά Σοφία. Δεν ζει καμιά τους, αλλά τα όσα με έμαθαν θα είναι πάντα παρόντα στην ζωή μου! Ένα κοινό είχαν πάντα οι συμβουλές τους: Το πώς θα «κρατήσω» το σπίτι μου, το πώς θα κάνω την οικογένειά μου ευτυχισμένη για να είμαι κι εγώ!
Σήμερα, πολλές νέες κοπέλες, ίσως ένιωθαν ανατριχίλα με τα όσα μου έλεγαν τότε οι τρεις τους…
«Λένα μου, εμένα διες και αναμετάξυ μας τα λέμε τώρα! Και καλύτερα να κάμεις εσύ μια δουλειά, μην το διαφημίζεις κοκόνα μου, εσύ ένα βήμα πίσω να στέκεσαι από τον άντρα σου και άστον να νομίζει που εκείνος όλα πιο καλά τα κάμει! Οι άντρες άμα νιώθουν δυνατοί, ακόμα πιο μωρά γένονται και χατίρι δεν σε χαλάνε! Κερδισμένη θα βγεις τζιέρι μου, εμένα άκουε και δεν θα χάσεις!» δια στόματος κυρίας Ευδοκίας.
«Λενούλα, η έξυπνη γυναίκα, το κουμάντο το κάνει δίχως να την παίρνει χαμπάρι κανείς. Μην τσακώνεσαι και μην λες λόγια πικρά στον άντρα σου! Ο λόγος, σπόρος είναι και σπέρνεται και βγάζει ρίζες κοκόνα μου! Πρόσεχε! Με το μέλι πιο πολλές μύγες πιάνεις μπρε! Με το ξύδι τι μύγα να πιάσεις; Αυτό να θυμάσαι!» η γιαγιά Σοφία.
«Λένα μου, να προσέχεις πολύ! Οι άντρες δεν αντέχουν πολλά! Να μην ζορίζεις τον άντρα σου αν θέλεις να τον έχεις! Και καρδιές βγάζουν και αρρώστιες! Δεν θέλουν καυγάδες και στεναχώριες! Εμείς είμαστε θηρία νύφη μου και ο Θεός μας δίνει, γιατί αντέχουμε!» η πεθερά μου.
Καλό μου ημερολόγιο, δεν είμαι λάτρης του παρελθόντος. Αλλά νομίζω ότι το παρόν και το μέλλον, δεν συνδυάστηκαν καλά με το παρελθόν… Ούτε υπήρξε η ελάχιστη συνεργασία μεταξύ τους… Το χθες πετάχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και προχωρήσαμε για να φτάσουμε τρέχοντας στο άλλο άκρο…. Θα κριθούν όλα εκ του αποτελέσματος…
Στην άλλη φωτογραφία είμαστε με τον Γιώργο και παρακολουθούμε κάτι που έλεγε μάλλον ο θείος μου ο Τάκης και ο Γιώργος τότε κάπνιζε! Τόσα χρόνια που το έχει κόψει, έχω ξεχάσει ότι κάποτε υπήρξε μανιώδης καπνιστής!
Και στην άλλη…επική φωτογραφία, είμαι εγώ, ανεβασμένη στην καρέκλα και λέω το ποίημα!
«Στης γιαγιάς μου το χεράκι, (κανονικά «στου μπαμπά μου το χεράκι» έλεγε το ποίημα, αλλά το είχα αλλάξει για να ταιριάζει), δίνω ένα μαχαιράκι, για να κόψει την πιτίτσα, να μου δώσει μια φετίτσα!» Εκείνη μου το είχε μάθει, γιατί αυτό έλεγαν τα παιδιά της όταν ήταν μικρά… Από κάτω η θεία μου η Καίτη, (κόρη της κυρίας Ευδοκίας και σύζυγος του θείου μου Τάκη) σκασμένη στα γέλια. Μαζί της, όποτε μιλάω, γυρίζω στα παιδικά μου χρόνια. Η προφορά της έχει άρωμα Πόλης, και δεν ξέρω πώς τα καταφέρνω, αλλά και η δικιά μου εκεί γυρίζει… Τα Πολίτικα πάνε κι έρχονται και μέσα λέξεις τούρκικες ανάκατες με τις ελληνικές…Πάρα πολύ την αγαπάω!
Όσο για τις τρεις που μας άφησαν…. Μου λείπουν και οι τρεις πάρα πολύ… Η γιαγιά μου έφυγε το 1991, δέκα μέρες μετά την γέννηση της κόρης μου. Δεν είδε παρά μόνο φωτογραφία της δισεγγόνας της. Η κυρία Ευδοκία, διάλεξε να φύγει τον Σεπτέμβριο του 1999 την ημέρα του μεγάλου σεισμού! Το θυμήθηκα και έβαλα τα γέλια! (Τώρα, γιατί τότε δεν θυμάμαι να έχω φοβηθεί πιο πολύ!) Στο τρίτο όροφο το σπίτι της θείας μου, στους Αμπελοκήπους, όπου ετοιμαζόμασταν για την κηδεία, άνοιγαν τα έπιπλα και έπεφταν από μέσα πιάτα ποτήρια κι εκείνος ο θόρυβος δεν νομίζω να φύγει ποτέ από το μυαλό μου. Το κτήριο έτριζε, σαν να βογκούσε στην προσπάθειά του να σταθεί όρθιο. Εγώ στην κουζίνα να ετοιμάζω για το τραπέζι που θ’ ακολουθούσε μετά, και στο σαλόνι η θεία μου και η ξαδέλφη μου χωμένες κάτω από το τραπέζι! Και να μην μπορούμε να τις βγάλουμε μετά, γιατί από τον φόβο τους είχαν πάρει αγκαλιά το πόδι του τραπεζιού και καθώς τις τραβούσαμε να βγουν, τραβούσαμε μαζί και το τραπέζι! Σκηνές πανικού παντού και θυμάμαι μια κυρία που καλούσε τον ανελκυστήρα για να κατέβει στο ισόγειο! Άλλοι κουτρουβαλούσαν τις σκάλες μαζί με κουβέρτες και μαξιλάρια… Τα πεζοδρόμια γεμάτα κόσμο, ο σύζυγος της εκλιπούσης με μια κολόνια στο χέρι για τις λιποθυμίες, ο Γιώργος μόλις είχε φτάσει και βλέποντας τον κόσμο αναρωτήθηκε αν όλοι αυτοί είχαν έρθει για την κηδεία (βρήκε την ώρα για χιούμορ, το τέρας ψυχραιμίας), ασθενοφόρα να τρέχουν σαν τρελά στους δρόμους, τζάμια σπασμένα παντού, τα ραδιόφωνα να ενημερώνουν για κτήρια που κατέρρευσαν, για θύματα, στην κηδεία σχεδόν μόνοι μας και η θεία μου μια να κλαίει για την μητέρα της μια ν’ αναρωτιέται: «Μπρε τι ήταν αυτό σήμερα;», τραγέλαφος!
Και για την ιστορία, πίσω στο Καπανδρίτι, ο γιος μου 13 χρονών και η κόρη μου 8, μόνα τους κρατούσαν την καφετέρια… Μέχρι να επικοινωνήσω μαζί τους (γιατί δεν λειτουργούσαν καλά τα τηλέφωνα) και να δω ότι είναι καλά δεν θέλεις να ξέρεις πού είχε βρεθεί η ψυχή μου! Ο Αλέξανδρος με πολύ σοβαρή φωνή, ως «ο άντρας του σπιτιού» στην παρούσα φάση, μου είπε ότι είχαν γίνει ελάχιστες ζημιές και ότι μαζί με την αδελφή του, ήταν καθισμένοι στην αυλή και μακριά από οποιοδήποτε κτήριο! Πόσο περήφανη μάνα πια, μόνο εγώ το ξέρω!
Κοίτα τώρα καλό μου ημερολόγιο, πόσες μνήμες ήρθαν παρέα με τρεις φωτογραφίες… Και σε αφήνω μ’ ένα χαμόγελο… Έτσι να πάει και η εβδομάδα εύχομαι… Με χαμόγελο!