Παρασκευή 16 Οκτωβρίου
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Η φωτογραφία σήμερα είναι απολύτως σχετική! Κάθε χρόνο τέτοια εποχή να μην μυρίσει μουστοκούλουρο το σπίτι, δεδομένου ότι μένω και σε περιοχή που βρίθει αμπελώνων; Δεν είμαστε καλά! Στο τέλος του κειμένου δε, θα βρεις και την συνταγή, όπως την «έκλεψα» από την πεθερά μου! Και την έκλεψα, όχι επειδή δεν ήθελε να μου την δώσει, αλλά επειδή δεν ήξερε ότι είχε συνταγή! Οξύμωρο; Κι όμως!
Ήμουν αρραβωνιασμένη ακόμα όταν έφαγα τα μουστοκούλουρά της και μου άρεσαν πολύ. Της είπα να μου δώσει την συνταγή και με κοίταξε με απορία. «Ποια συνταγή νύφη μου; Δεν έχω τέτοια πράγματα εγώ! Με το μάτι τα κάνω!» Την επόμενη φορά που τα έφτιαξε, στήθηκα απέναντί της με χαρτί και μολύβι. Ξαφνιάστηκε και η ίδια όταν την είδε γραμμένη. «Κοίτα κάτι πράγματα!» αναφώνησε. «Κι εγώ που νόμιζα ότι τα έκανα κουτουρού! Ε, και τώρα που τα έμαθες, να τα φτιάχνεις εσύ γιατί εγώ βαρέθηκα!» μου είπε και από τότε, 35 χρόνια τώρα φτιάχνω αυτά τα μουστοκούλουρα τέτοια εποχή!
Όχι ότι όλες δίνουν συνταγές, να τα λέμε κι αυτά! Η μητέρα μου ας πούμε, πίσω στην Πόλη, ήθελε να μάθει να φτιάχνει άσπρο γλυκό. Το υποβρύχιο που λέμε σήμερα. Ήξερε την συνταγή η γυναίκα του εργοδότη του πατέρα μου. Της έδωσε την συνταγή μεν, αλλά κράτησε κρυφό το βασικό συστατικό! Ίδρωνε και ανακάτευε την ζάχαρη η νεαρή τότε Αθηνά, αλλά το γλυκό γινόταν σαν άμμος αντί να έχει την κρεμώδη υφή του. «Δεν το χτυπάς αρκετά!» διατεινόταν η αείμνηστος κυρία Δέσποινα και άντε πάλι από την αρχή η μητέρα μου πάνω από τις φωτιές να ανακατεύει την ζάχαρη! Μέχρι που έγινε το… κακό! Ημέραν τινά, πήγε από το μαγαζί να πάρει τον πατέρα μου, αλλά έλειπε και μέχρι να έρθει, ο ανυποψίαστος κυρ Νίκος, ανέφερε το μυστικό συστατικό που λεγόταν ταρτάρ (το σημερινό κρεμόριο) και που εξασφάλιζε στο γλυκό την μεταξένια υφή του! Δεν ξέρω αν η κυρία Δέσποινα συγχώρεσε ποτέ τον άντρα της για την «προδοσία», αλλά η μητέρα μου από τότε είχε πάντα άσπρο γλυκό σπίτι της (και το τσάκιζε βεβαίως!)
Πολλά χρόνια αργότερα, η δεύτερη σύζυγος του πατέρα μου, ζήτησε μια συνταγή για κουλουράκια. Τα κουλουράκια αυτά ήταν τα λεγόμενα «γιαγλίδικα» της Πόλης. Είχαν ιδιαίτερη γεύση, ούτε γλυκά, ούτε αλμυρά (η συνταγή έχει ίση ποσότητα ζάχαρης και αλατιού) και με μπόλικο μαχλέπι. Ο πατέρας μου τα αγαπούσε πάρα πολύ και η Κλειώ ήθελε να μάθει να τα φτιάχνει. Την συνταγή την κρατούσε κέρβερος που άκουγε στο όνομα… δεσποινίς Νινίτσα! Μην γελάς, την αδελφή της την έλεγαν δεσποινίς Πουπούλα! Η Νινίτσα και η Πουπούλα, ήταν αδελφές γεροντοκόρες που στην Πόλη ήταν γειτόνισσες της άλλης γιαγιάς μου (ο Θεός να την έκανε γιαγιά, αλλά δεν είναι της παρούσης!) Όταν λοιπόν πέθανε η Πουπούλα, η Νινίτσα μαζεύτηκε κι αυτή στην Ελλάδα. Κάθε Κυριακή ερχόταν επίσκεψη στην γιαγιά μου και μαζί έφερνε τάπερ με την ζύμη έτοιμη! Την ώρα που ψήνονταν πάντως, η μυρωδιά έφερνε λιποθυμία, σου ερχόταν ν’ ανοίξεις τον φούρνο και να τα φας ωμά!
Κι όταν ζητούσε την συνταγή η Κλειώ, έπαιρνε την ίδια πάντα απάντηση: «Τι να την κάνεις την ρετσέτα μπρε συ; Εγώ κάθε εβδομάδα δεν σε τα φέρνω έτοιμα να τα ψήσεις; Να μ’ έχει καλά ο Θεός και να σας τα φτιάχνω πάντα!» Το γεγονός ότι είχε πατήσει τα 80, και δεν θα μπορούσε να τα φτιάχνει «πάντα», δεν της περνούσε από το μυαλό! Δεν ξέρω πώς η Κλειώ ξετρύπωσε την συνταγή και έτσι την έχω και εγώ, μόνο που αποφεύγω να τα φτιάχνω γιατί από θερμίδες είναι…πύραυλος! Το όνομά τους, γιαγλίδικα, δεν είναι τυχαίο, γιαγ (Yağ) σημαίνει λίπος, στα τούρκικα!
Αλλά να μην χρονοτριβώ! Έχω και μια συνταγή να γράψω! Προσοχή! Η πεθερά μου έβαζε τα υλικά με την συγκεκριμένη σειρά, για να μην λερώνει παρά μόνο ένα ποτήρι! «Μην κάνεις μια κουζίνα άνω κάτω, εσύ θα την μαζεύεις μετά!» μου έλεγε η γλυκιά μου η κυρά Μαρία…
Πάμε λοιπόν!
- 3 ποτήρια του κρασιού ζάχαρη
- 3 ποτήρια του κρασιού λάδι
- 3 ποτήρια του κρασιού μούστο
Προσοχή στο ποτήρι, να είναι όσο το δυνατόν πιο μικρό γιατί βγαίνουν άπειρα!!! Στο ίδιο ποτήρι τώρα,
- 1 κουταλιά της σούπας σόδα, διαλυμένη σ’ ένα λεμόνι
- 1 ποτήρι του κρασιού κονιάκ (έτσι ξεπλένουμε και το ποτήρι από τα υπολείμματα της σόδας!
- Μία πρέζα αλάτι και
- 1 κουταλάκι του γλυκού γαρύφαλλο
- Όσο αλεύρι σηκώσει. (περίπου δύο κιλά για όλες τις χρήσεις θα πάρει, μέχρι να γίνει ζύμη μαλακιά που δεν κολλάει στα χέρια)
Πρώτα κτυπάμε τα υγρά υλικά και στο τέλος ρίχνουμε το αλεύρι και πλάθουμε. Ψήνονται σε μέτριο φούρνο, ανάλογα πόσο ξεροψημένα τα θέλουμε. Εγώ και τα παιδιά μου που τα αγαπάμε λίγο… ζυμαρένια, δεν τα αφήνω παραπάνω από 25 λεπτά!
Έτσι για την ιστορία, ίδια ήταν η συνταγή της και για τα μελομακάρονα! Αντί για μούστο, έβαζε χυμό πορτοκαλιού και αντί για γαρύφαλλο ξύσμα… Εκεί το μυστικό της ήταν στο αλεύρι… Στην περιοχή το λένε «μαυραγάνι» και μοιάζει σαν σιμιγδάλι…
Γενικά πάντως, οι παλιές νοικοκυρές, το είχαν σε κακό να αγοράσουν ότι μπορούσαν να φτιάξουν. Αν περίμενε ζαχαροπλάστης να δουλέψει, καλό μου ημερολόγιο, από την γιαγιά Σοφία, είχε πέσει έξω! Κάθε εποχή το γλυκό του κουταλιού απαραίτητο και τα βάζα με την σειρά στα ντουλάπια. Συκαλάκι, κυδώνι, πορτοκάλι ακόμα και τριαντάφυλλο… Και από κοντά κανταΐφι που λάτρευε η μητέρα μου και το έφτιαχνε τακτικά. Η δε πεθερά μου, το είχε σε κακό ν’ αγοράσει ψωμί! Πότε το έστηνε το ζυμάρι, ουδείς το καταλάβαινε και μέχρι να ψηθεί το ψωμί, κρατούσε λίγο ζυμάρι για τις περιβόητες «γανοπίτες» της, κάτι σαν τηγανόψωμο…
Τι μνήμες μου ήρθαν τώρα… Στο επόμενο όμως! Καλό Σαββατοκύριακο να έχουμε!