Παρασκευή 23 Οκτωβρίου
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
όπως σου έλεγα την προηγούμενη φορά, ήρθαν οι μνήμες πάλι και ζωντάνεψαν από εκείνα τα άλλα χρόνια… Για να σου δώσω μια πιο γενική εικόνα, ο Γιώργος και εγώ, ενώσαμε δύο εντελώς διαφορετικές κουλτούρες! Την Κωνσταντινοπολίτικη με την Αρβανίτικη! Σε διαβεβαιώνω ότι οι διαφορές ήταν …θεμελιώδεις! Τόσο στην συμπεριφορά όσο και στην εμφάνιση…. Στα ήθη, στα έθιμα, παντού! Όχι ότι μας ένοιαζε βεβαίως! Εμένα δε ακόμα πιο…καθόλου!
Όταν πρωτομπήκα στο σπίτι της πεθεράς μου, εγώ το μόνο που είδα ήταν η αγάπη που ζούσα και απολάμβανα και καθόλου δεν μ’ ένοιαζε αν δεν υπήρχαν οι ανέσεις που είχα συνηθίσει. Η μητέρα μου πάντως, την πρώτη φορά που ήρθε στο σπίτι της πεθεράς μου, έπαθε πολιτισμικό σοκ! Από τ’ ασήμια, τα κρύσταλλα και τα βελούδα, στο τζάκι που ζέσταινε ένα δωμάτιο (την κουζίνα) ενώ στα άλλα χτυπούσαν τα δόντια από το κρύο και την υγρασία… Σύμφωνα δε με τα ήθη και τα έθιμα του χωριού, από την στιγμή που έδινες λόγο, το θέμα είχε τελειώσει! Η νύφη, αν ήταν και από μακριά (όπως εγώ) έμενε πολύ πολύ συχνά στο σπίτι του γαμπρού! Άλλο που δεν ήθελα εγώ! Ένας νέος κόσμος, πιο απλός ανοίχτηκε μπροστά μου, γεμάτος από ξαδέλφια και ανίψια. Η πόρτα της κουζίνας ανοιγόκλεινε συνεχώς γιατί όλο και κάποιος θα ερχόταν να πει ένα γεια… Ειδικά στην αρχή, ολόκληρη παρέλαση για να γνωρίσουν την νύφη από την Αθήνα!
Δώσαμε λόγο στις 17 Δεκεμβρίου του ’83 και λίγες μέρες μετά (ελάχιστες) μεταφέρθηκα στο Καπανδρίτι γιατί θα κάναμε όλοι μαζί Πρωτοχρονιά στο σπίτι της πεθεράς μου… Ξετρελαμένη εγώ, που όλα τα ανίψια πέρασαν για τα Κάλαντα! Τόσο Κάλαντο, δεν είχα ξανακούσει στην ζωή μου! Ανάμεσά τους θυμάμαι και μία…αλατιέρα! Μπήκαν μέσα τα (μετέπειτα) αγαπημένα ανίψια, εγγόνια της αδελφής της πεθεράς μου. Ο Κώστας, ο Παναγιώτης και η Ελένη. Η τέταρτη αδελφή, η Ματίνα, δεν μπήκε μέσα γιατί ντρεπόταν! Ο Παναγιώτης, πολύ σοβαρός αλλά με γλυκό χαμόγελο, είναι σήμερα ο γνωστός οδοντίατρος Παναγιώτης Δέδες. Ο Κώστας, ένα πανέξυπνο πιτσιρίκι, είναι πια ο επίσης γνωστός οδοντίατρος Κωνσταντίνος Δέδες και πρόεδρος στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων… Όσο για την Ματίνα που ντρεπόταν… Ποιος να μας το έλεγε πόσο κοντά θα ερχόμασταν στο μέλλον, μέχρι σήμερα…
Και ήρθε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς και ήταν όλα έτοιμα. Και ήρθε το σόι από την Πόλη στολισμένο με βελούδα και μουσελίνες… Το δε κρύο θανατερό και στο καλό δωμάτιο του σπιτιού κατά τι χειρότερο! Μέσα σε λίγη ώρα, το χρώμα της θείας μου έγινε μελιτζανί… Κάτι δοντάκια κτύπησαν ….καστανιέτες!
Αν θυμάμαι καλά, μεταφερθήκαμε στην κουζίνα και ξανάγιναν όλοι ροζ… Η μητέρα μου μόνο, κόχλαζε! Για καιρό! Της ήταν αδύνατον ν’ αντιληφθεί πώς και γιατί προτιμούσα την ταλαιπωρία… Και όταν με ρώτησε της απάντησα θυμάμαι: «Γιατί μαμά, το σπίτι σου έχει όλες τις ανέσεις, αλλά δεν έχει τον Γιώργο!»
Εν τω μεταξύ, όχι ότι δεν περνούσα κι εγώ τις…φρίκες μου, αλλά τις διασκέδαζα!
Ένα μήνα μετά τον λόγο, τρακάρει σοβαρά η γυναίκα του αδελφού της και η πεθερά μου σχεδόν μετακομίζει στο ΚΑΤ για να είναι με τον αδελφό της που υπεραγαπούσε. Μένω εγώ μόνη νοικοκυρά στο σπίτι με δύο άντρες θηρία (τον Γιώργο και τον αδελφό του) που χτίζουν την καφετέρια τότε (το Καπρίτσιο) και δουλεύουν όλοι μέρα! Και αφού δουλεύουν, πρέπει και να φάνε! Μαζί και ο κουμπάρος μας και παιδικός φίλος του Γιώργου, ο Θόδωρος. Άντε να χορτάσεις τρεις άντρες που και χωρίς την σκληρή δουλειά, δεν χόρταιναν με τίποτα! Μέσα σε λίγες μέρες, βγήκα εκτός μάχης! Έχω την αίσθηση ότι μαγείρευα από το πρωί μέχρι το βράδυ! Και άντε με το μαγείρεμα κάτι γινόταν, διότι πολύ σύντομα, παραιτήθηκα από τις…γκουρμεδιές που ήθελα να τους φτιάχνω και περιορίστηκα σε απλά και …χορταστικά φαγητά για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο! Ο εφιάλτης ήταν το τζάκι με το οποίο δεν είχα συναντηθεί ποτέ ξανά στο παρελθόν! Πώς το ανάβεις, πώς κρατάς την φωτιά δυνατή και άλλα χρήσιμα, ήταν για μένα άγνωστα! Μια μέρα μπήκε ο Γιώργος και με βρήκε γονατιστή, να…φυσάω να φουντώσει η φωτιά, μαύρη σαν καρβουνιάρης εν τω μεταξύ και πώς να φουντώσει η φωτιά μ’ ένα κούτσουρο ολομόναχο; Κι αν ήθελε να γελάσει κρατήθηκε και μου έδειξε τα στοιχειώδη…
Ένα βράδυ, που είχε έρθει η πεθερά μου για λίγο, έμαθε τα καθέκαστα και γέλασε με την ψυχή της. «Μωρ’ συ, χορταίνουν τα παιδιά μου εύκολα; Δεν με ρώταγες κορίτσι μου που ήθελες και νοστιμιές; Τα εύκολα θα κοιτάς!» μου είπε γκρεμίζοντας τις διδαχές της γιαγιάς Σοφίας περί νόστιμου φαγητού! Και σηκώθηκε να τηγανίσει πατάτες… Απόρησα εγώ γιατί εύκολο δεν ήταν να τους χορτάσεις με πατάτες, αλλά γρήγορα κατάλαβα τι εννοούσε. Έριχνε τις πατάτες στο τηγάνι, τις έφερνε δύο βόλτες (ίσως και τρεις, αλλά όχι παραπάνω!) και τις έβγαζε! «Μάνα τι κάνεις;» έφριξα εγώ. «Τριζάτες τριζάτες, με όλες τις βιταμίνες!» ήρθε η απάντηση και τους χόρτασε με πατάτες (μισοτηγανισμένες), ψωμί και ένα κιλό φέτα (ο καθένας!).
Καλό μου ημερολόγιο, ακόμα και τώρα χαμογελάω όταν θυμάμαι εκείνη την Λένα, των 19 χρονών, που ζούσε την ωραιότερη περιπέτεια της ζωής της ταξιδεύοντας σ’ έναν άλλο κόσμο… Χίλιες και μία οι ιστορίες από εκείνα τα πρώτα χρόνια… Ίσως σου πω και μερικές ακόμα… μου αρέσει ο τρόπος που χαμογελώ όταν τις θυμάμαι…
ΣΗΜ: Η φωτογραφία από την ημέρα που δώσαμε Λόγο με τον Γιώργο. Δίπλα μας η πεθερά μου και ένας από τους αδελφούς του πεθερού μου, ο θείος Παναγιώτης. Με την κόρη του, της Ειρήνη, μένουμε δίπλα τώρα και δεν χωρίσαμε ποτέ εδώ και 37 χρόνια!