Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Σου έγραφα την προηγούμενη φορά για το εμβόλιο και σήμερα θυμήθηκα τον προπάππο μου! Τον πεθερό της γιαγιάς Σοφίας! Τον είχα γνωρίσει κι εγώ όταν ήμουν μικρό παιδί και τον θυμάμαι σαν σε όνειρο.
Ο παππούς λοιπόν έζησε άπειρα χρόνια! Κι όταν σου λέω άπειρα, πέρασε μάλλον τα εκατό, έθαψε δύο γυναίκες και ήταν αυτό που λέμε κορακοζώητος! Μεγάλος χονδρέμπορος κρέατος στην Πόλη, χασάπης ο γιος του (ο παππούς μου ο Ευθύμης), αλλά δεν τον βοήθησε και ιδιαίτερα, να τα λέμε κι αυτά! Καλοζωισμένος πάντως με περίοπτη θέση στην κοινωνία τότε. Στο σπίτι του, στις βεγγέρες που δίνονταν, σύχναζαν ανώτεροι κληρικοί, των οποίων τα άμφια πλήρωνε ο ίδιος για να γίνουν και γενικά η…αφρόκρεμα της Πολίτικης κοινωνίας.
Η γιαγιά Σοφία μου έλεγε, πως ο παππούς ο Χαράλαμπος, δεν έπαιρνε ποτέ φάρμακα! Όταν άρπαζε κανένα άσχημο κρυολόγημα, έβαζε την γυναίκα του να του φτιάχνει ένα γιατροσόφι με βάση το τσίπουρο, το έπινε και έπεφτε για ύπνο κάτω από βαριά παπλώματα, φορώντας μάλλινη φανέλα! Μούσκεμα γινόταν, άλλαζε φανέλες και στο τέλος σηκωνόταν περδίκι για να πιεί την σούπα από κόκκαλα που είχε δώσει εντολή να του φτιάξουν.
Το 1964, όπως έχω ήδη πει, ο παππούς Ευθύμης απελάθηκε και ήρθε στην Ελλάδα. Σε λίγο τον ακολούθησε και η γιαγιά Σοφία. Ο Χαράλαμπος όμως, έμεινε στην Πόλη. Δεν θυμάμαι πώς γλίτωσε την απέλαση για να είμαι ειλικρινής. Οι ιστορίες πάντως γύρω από αυτόν, έλεγαν πως είχε επιβιώσει και από το Ερζερούμ, όταν τον έστειλαν στα τάγματα εργασίας μετά το 1919. Επέστρεψε, εξαθλιωμένος βεβαίως, για να διηγηθεί τα μαρτύρια που πέρασε. Πείνα, κρύο και δίψα. Έπιναν νερό από λακκούβες στο χώμα, βάζοντας μπροστά από το στόμα τους τα δάκτυλα για να μην καταπιούν όσα σιχαμερά επέπλεαν στο λιγοστό νερό. Θέριζε η δυσεντερία και πολλοί δεν γύρισαν ποτέ.
Έμεινε λοιπόν ολομόναχος στην Πόλη ο Χαράλαμπος μετά τις απελάσεις, του πέθανε και η δεύτερη γυναίκα, παρ’ όλα αυτά δεν το έβαλε κάτω! (Τώρα που το σκέφτομαι, τι γονίδια έχω μέσα μου, είναι να τρελαίνεσαι!)
Και ημέραν τινά, ούτε ξέρω πόσο χρονών ήταν τότε ο Χαράλαμπος (πάνω από 80 σίγουρα) , ο γιος του και παππούς μου, λαμβάνει γράμμα εκ Κωνσταντινούπολης, από γείτονα! Ανοίγω παρένθεση, για να πω πως η Πόλη φημίζεται για τα στενά σοκάκια. Τόσο στενά που ο απέναντι μπορεί να βλέπει τι κάνεις σπίτι σου (σε ΟΛΟ το σπίτι), αν έχεις ανοιχτές τις κουρτίνες… Ο γείτονας λοιπόν, ούτε λίγο ούτε πολύ, έγραψε στον παππού μου ένα σωρό παράπονα για την…διαγωγή του πατέρα του, ο οποίος είχε… μαζέψει μια κυρία με την οποία κυνηγιόταν μέσα στο σπίτι. Εκείνος με τα σώβρακα, εκείνη με το κομπινεζόν! Ανάστατος ο μαχαλάς από τις τρέλες του Χαράλαμπου! Τον παραινούσε δε, να πάει στην Πόλη να…συμμορφώσει τον πατέρα του! Αστροπελέκι κτύπησε τον καημένο τον παππού και η γιαγιά Σοφία δεν ήξερε πώς να τον συνεφέρει, όταν η ίδια γελούσε μέχρι δακρύων! Και όποτε έλεγε αυτή την ιστορία, πάλι έκλαιγε από τα γέλια! Μόνο ο άκρως συντηρητικός παππούς μου, δεν καταλάβαινε πώς βγήκε έτσι ο σεβαστός του γεννήτορας! Και όντας απελαθής, δεν μπορούσε και να επιστρέψει στην Πόλη, να…τραβήξει το αυτί του άτακτου πατέρα του! Μόνο με γράμματα προσπαθούσε να τον συνετίσει. Πώς να μην γελάει η γιαγιά;
Λίγα χρόνια μετά, ο Χαράλαμπος αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα να επισκεφθεί τον γιο και την νύφη του. Έμεναν τότε οι παππούδες μου στην Αμφιθέα. Τότε τον συνάντησα κι εγώ, πρέπει να ήμουν 8 ή 9 χρονών, θα σε γελάσω! Θυμάμαι έναν ψηλό γέροντα με κάτασπρα μαλλιά που χαμογελούσε συχνά. Έμεινε λίγους μήνες και ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπαν. Συνέχισε να ζει στην Πόλη μέχρι που πέθανε, το πότε και το πώς ούτε το θυμάμαι. Πάντως στην επίσκεψή του εκείνη, περπάτησε όλη την Αθήνα! Η γιαγιά έλεγε με θαυμασμό ότι ο Χαράλαμπος είχε φτάσει (με τα πόδια) στην Ακρόπολη! Βέβαια όταν επέστρεψε ήταν… «στο τέλος» όπως έλεγε η γιαγιά για κάποιον που κόντευε να πεθάνει! Πάντως έφτασε η χάρη του μέχρι την Ακρόπολη!
Μια μέρα ξύπνησε με πονοκέφαλο. Δεν ξέρω πώς κατάφερε η γιαγιά να τον πείσει να πάρει μια ασπιρίνη… Το πρώτο φάρμακο που έπαιρνε στην ζωή του ο Χαράλαμπος και τον έκανε…πύραυλο! Όχι ο πονοκέφαλος μέχρι οι κάλοι από τα πόδια του έφυγαν πιθανότατα! «Τι είναι αυτό το πράγμα που μου έδωσες κοπέλα;» Να σημειώσεις ότι πάντα, «κοπέλα» έλεγε την νύφη του…
Όταν επέστρεψε στην Πόλη, πήρε μαζί του αρκετά κουτιά με αυστηρές οδηγίες από την γιαγιά Σοφία: «Πατέρα αυτό είναι φάρμακο! Όχι πάνω από μία κι αυτό όχι κάθε μέρα! Μόνο αν πονάς να παίρνεις!» του είχε πει. Τώρα που το λέω, να ξέρεις ο παππούς γι’ άλλο λόγο πήρε τις ασπιρίνες μαζί του… Ίσως νόμιζε ότι είχε βρει το δικό του βιάγκρα, πριν καν ανακαλυφθεί και η λέξη ακόμα!
Παλιές ιστορίες… Η ασπιρίνη κάποτε πανάκεια… «Εμβόλιο» δια πάσαν νόσον! Η γιαγιά Σοφία, έφερνε σε απελπισία την μητέρα μου, όταν πολλά χρόνια αργότερα, με σοβαρά προβλήματα στην καρδιά της, αρνιόταν να πάρει τα χάπια της και έλεγε: «Αθηνά σήμερα δεν παίρνω τίποτα! Να ξεκουραστώ και λίγο! Μια ασπιρίνα (έτσι την έλεγε) θα πάρω και φτάνει!»
Ανάλατα έπρεπε να τρώει και το έκανε, αλλά μετά το γεύμα της, έτρωγε και λίγα αλμυρά κρακεράκια… «Να φτιάξει κομμάτι η γεύση μου!» έλεγε και εμείς τραβούσαμε τα μαλλιά μας!
ΣΗΜ: Επική φωτογραφία! Έχουμε και λέμε: Παππούς Ευθύμης και γιαγιά Σοφία. Προπάππος Χαράλαμπος και η δεύτερη γυναίκα του (δεν θυμάμαι όνομα) και τα τρία αδέλφια. Νίκος ο μικρός, Τάκης ο μεγάλος και το κοριτσάκι με τον φρικαλέο φιόγκο, η μαμά μου!