Είδαμε την σύντομη σειρά «Το Γκαμπί της Βασίλισσας» στην πλατφόρμα του Netfilx και νιώσαμε την γοητεία μιας μαγευτικής σκακιστικής παρτίδας σε συνδυασμό με το ανεπαρκές της αφήγησής ενός δράματος.
Είμαστε πάλι εδώ, όλοι μαζί αλλά από τις 6 πλέον…τουλάχιστον για τα Σαββατοκύριακα! Δεν θα κομίσω γλαύκας ες Αθήνας λέγοντας και «φωνάζοντας» πως η κούραση μας παίρνει 10/10 και πως η ακατανόητη και εντελώς ανακόλουθη συμπεριφορά των κυβερνώντων μας κάνει να αναρωτιόμαστε για την νοημοσύνη μας σε καθημερινή βάση αλλά και για το τί μέλλει γενέσθαι. Αλλά επειδή δεν είμαστε ούτε γιατροί, ούτε πολιτικοί ας αφήσουμε τις προβληματικές συμπεριφορές της εποχής να επεξηγηθούν από τους ιστορικούς αναλυτές αλλά και από την ίδια τη ζωή!
Εμείς συνεχίζουμε να γεμίζουμε το χρόνο μας με όμορφες τηλεοπτικές Netflixικές αποδράσεις και αυτήν την εβδομάδα. Σήμερα θα κάνουμε ένα «άνοιγμα» σε έναν διαφορετικό κόσμο, στον κόσμο του σκακιού, του βασιλικού ζεύγους και της πνευματικότητάς του.
Το Queen’s Gambit ξεπέρασε κάθε προσδοκία στους αριθμούς τηλεθέασης αλλά και της θετικής αποδοχής παγκοσμίως. Είναι αξιοσημείωτο πως τράβηξε το βλέμμα τόσων ανθρώπων ένα άθλημα που δεν είναι ιδιαιτέρως δημοφιλές. Σίγουρα έπαιξε ρόλο η αρκετά επιτυχημένη διαφημιστική του καμπάνια, η ενδιαφέρουσα πρωταγωνίστρια με τα εντόνως μεγάλα μάτια αλλά και η συναρπαστική εποχή του Ψυχρού Πολέμου και του κόσμου του σκακιού παρουσιασμένη με τέτοιο τρόπο, που η γοητεία της σου ερέθιζε την περιέργεια. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως η παγκόσμια κοινότητα του chess.com δέχθηκε μετά την προβολή της σειράς εκατοντάδες χιλιάδες νέες εγγραφές.
Το Γκαμπί λοιπόν εστιάζει στο σκάκι, στο ζήτημα του φύλου και στο πώς διαμορφώνεται ο κόσμος του σκακιού τη δεκαετία του ’50 – ’60.
Η σειρά είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Walter Tevis με ηρωίδα του την Beth Harmon, η οποία ξεκινά τη ζωή της συστήνοντας την σε εμάς από τη στιγμή της τραυματικής απώλειας των γονιών της σε ένα δυστύχημα. Έπειτα βρίσκεται σε ένα καταπιεστικό, χριστιανικό ορφανοτροφείο μέσα στο οποίο επιβάλλεται να ζήσει ή καλύτερα να επιβιώσει. Στο ορφανοτροφείο αποκτά γάντζους, άγκιστρα, αγκυλώσεις κοινώς που ακούν στο όνομα του επιστάτης Bill Camp και της ανακάλυψης του σκακιού μέσω εκείνου.
Έπειτα από λίγο καιρό υιοθετείται από ένα ζευγάρι ταραγμένων ανθρώπων, που θα της ανοίξουν όμως την πύλη σε έναν πολύχρωμο και δύσκολο κόσμο. Κάπως έτσι ταξιδεύουμε μαζί με την Beth από τα υπόγεια ενός ορφανοτροφείου έως τις κορυφές του κόσμου μέσω του πνευματώδες σκακιού και του ταλέντου της. Σίγουρα ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και η Beth έλκει πάνω της δαίμονες εσωτερικούς και εξωτερικούς, εθισμούς, δραματικές καθόδους και σκακιστικές ανόδους μέσα από την ίδια την κόλαση και τον υπόκοσμο που την συντηρεί.
Έχουμε λοιπόν, μία πολύ δυναμική θεματική, πρωτότυπη, ξεχωριστή, αρκετά φεμινιστική σειρά, που ζει στη σκιά μιας διεστραμμένης τελειότητας που δεν θέλησε ή δεν κατάφερε να αγγιχθεί.
Βλέποντας τον χαμό λοιπόν γύρω από αυτήν την σειρά σημειώνουμε τις θετικές του πλευρές και τις συνοψίζουμε για να στραφούμε και σε εκείνα τα σημεία που μας άφησαν μετέωρους.
Καταρχάς είναι έκδηλο πως το περιβάλλον της σειράς χτίστηκε με εμμονή στην τελειότητα της αντικατόπτρισης της πραγματικής εικόνας των δεκαετιών ’50 και ’60. Τα σκηνικά, τα κτήρια, τα χρώματα, τα κοστούμια που επιλέχθηκαν δημιούργησαν ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα-αποτέλεσμα που σπανίως συναντάμε σε σύγχρονες δημιουργίες που αφορούν σε εκείνες τις εποχές.
Το σενάριο είναι επίσης αρκετά καλογραμμένο σε ό,τι αφορά τις λέξεις και τις φράσεις του, ίσως θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τη δομή του. Οι αναφορές καθ όλη τη διάρκεια των επεισοδίων στο σκάκι έγιναν με απόλυτη σαφήνεια και συνέπεια. Σίγουρα συνέβαλλε στην απόδοση της σκακιστικής ακρίβειας η βοήθεια του Carry Kasparov ως συμβούλου της σειράς , που κάλυψε όλες τις θεωρητικές πτυχές. Τέλος, πέραν της ακαταμάχητης γοητείας του κόσμου του σκακιού, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η δραματουργική απόδοση της Beth από την Anya Taylor–Joy, που με τον ιδιαίτερο τρόπο της και την ιδιαίτερη εμφάνισή της βρέθηκε εκεί για να προσθέσει στη σειρά και δεν υπήρξε εκεί απλώς για να διεκπεραιώσει έναν ρόλο.
Μετά από τα τόσο καλά στοιχεία που αναφέρονται σχεδόν σε όλες τις κριτικές και αφουγκραζόμαστε κι εμείς , θα αναρωτιέστε τί ήταν αυτό που μας αναγκάζει να πούμε πως κάτι έμεινε στη μέση, πως κάτι άγγιξε την ανεπάρκεια της ολοκλήρωσής του. Κι όμως…
Κατ’ εμέ αυτή η σειρά έχει λαμπερά ελαττώματα, ξεκινώντας από τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα της Beth. Η σειρά επικεντρώνεται σε εκείνη και το προσωπικό της ταξίδι, οπότε όφειλε να κάνει βουτιά στο μέσα της και όχι να κάνει αναφορές τύπου bullets για τις ψυχικές της διαταραχές και εθιστικές της τάσεις. Σε ξεκινά με μία αίσθηση ορμής και γεμίζει το κάθε επεισόδιο με νεκρό αέρα , αντί να σε ταξιδεύει μέσα της στην κυριολεξία.
Αυτό το βέλος που ρίχνει η αφήγηση πάνω της από το πρώτο επεισόδιο και την διαπερνά , δεν αισθάνθηκα να μου μιλά με σαφήνεια, να μου εξηγεί ή τουλάχιστον να προσπαθεί να μου εξηγήσει ότι αυτά που συμβαίνουν σημαίνουν κάτι.
Μας συστήνει την Beth ως ιδιοφυία, που είναι ορφανή και αναπτύσσει αντικοινωνικές συμπεριφορές και εθιστικές διαθέσεις. Έτσι εξηγεί το έργο το τί σημαίνει «ιδιοφυΐα» και προσωπικά εμένα δεν μου αρκεί. Θεωρώ πως πρόκειται για μία αρκετά επιφανειακή προσέγγιση που ενώ ήθελε να ακολουθήσει με κομψότητα το μέσα της, δεν το άγγιξε καν.
Επίσης, μας παρουσιάζει έναν άνθρωπο αρκετά ισχυρογνώμων και σκληροπυρηνικό που παλεύει με εθισμούς, να βασίζεται και να σώζεται απλώς από μία καθησυχαστική κουβέντα ενός φίλου. Μάλλον, όλοι μας θα έχουμε συναναστραφεί τέτοιους ανθρώπους και γνωρίζουμε πως το ταξίδι της απεξάρτησης δεν ολοκληρώνεται μέσα από λίγα λόγια ενός φίλου. Ο φυσικός φόρτος του εθισμού απουσιάζει εντελώς, όπως και η ρεαλιστική κατάρρευση του σώματος μέσα από τα χάπια και στέκεται σε άσχημα κλισέ που απλώς επαναλαμβάνονται.
Αποτυγχάνει να εκπληρώσει τον σκοπό του τρίπτυχου «παιδικό τραύμα- ψυχική ασθένεια- εθισμός».
Άλλο ένα ελάττωμα της σειράς είναι η ευκολία στο ταξίδι της Beth, να μπορέσει να αναδυθεί σε μία τόσο δύσκολη ανδροκρατούμενη εποχή. Σίγουρα η δεκαετία του ’60 είναι η πλέον κινηματική και φεμινιστικότερη όλων των εποχών, αλλά αυτό επιτεύχθηκε με ιδρώτα , πόνο και πολλαπλές δυσκολίες που στην σειρά δεν συναντήσαμε.
Ίσως η ισχύς των μίνι σειρών να παραμένει η δυνατότητά ολοκλήρωσής της σε λίγα μόνο επεισόδια, παρά η εκτέλεσή της. Όντως, αποτέλεσε μία υπέροχη σκέψη να μας παρουσιαστεί στην οθόνη ένας σκακιστικός κόσμος από τα μάτια μιας ιδιοφυούς γυναίκας , αλλά δυστυχώς σε ό,τι αφορά την ιστορία στάθηκε στην επιγραμματική εκδραμάτισή της: ένα ατίθασο ορφανό κορίτσι μεγαλώνει σε ένα ορφανοτροφείο, υιοθετείται από μία ταραγμένη οικογένεια και βρίσκει διέξοδο στα χάπια, στο αλκοόλ και στην έμφυτη ταλαντούχα πλευρά της.
Έχουμε ήρωες που μπαινοβγαίνουν στο έργο και στη ζωή της Beth δίχως να μας μιλούν για την σύγκρουση, την αιτία, την επιλογή του καθετί. Ήρωες που απλώς υπάρχουν για να γεμίσουν τον χρόνο της σειράς αλλά και τη ζωή της πρωταγωνίστριας. Τί ρόλο παίζει η περίεργη και ασυνεπής π.χ. συμπεριφορά της διευθύντριας του ορφανοτροφείου; Όταν επικεντρώνεται 15 λεπτά σε εκείνη, την εξαφανίζει και δεν σου δικαιολογεί ποτέ μέχρι το τέλος το γιατί υπήρξε σημαντική, σημαίνει πως ο ρόλος της έχει αποτύχει. Το ίδιο επαναλαμβάνεται με τη σχέση της Beth και της μητέρα της, τις ερωτικές σχέσεις της και τις επιλογές της εν γένει. Τα πάντα στη διαδικασία της δραματουργίας κανονικά έχουν λόγο, ενώ εδώ χάριν της (κατά τ ‘άλλα χαρισματικής) σκηνοθετικής οπτικής έχουν θυσιαστεί.
Προσωπικά το τέλος με ξάφνιασε αρνητικά και με έκανε να αναρωτιέμαι: Ποια ήταν τελικά πραγματικά η Μπεθ Χάρμον; Ήταν μία ιδιαίτερη προσωπικότητα που απλώς δεν μας ξεδιπλώθηκε το μέσα της ή απλά μια κοπέλα που έπαιζε πολύ καλά σκάκι;
Ένα story για ένα σκακιστικό φαινόμενο που απλώς μας «είπε»και δεν μας «έδειξε».
Από εμένα 7/10