Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος κάθισε στον καναπέ της εκπομπής «Πάμε Δανάη!» και μίλησε για το θέατρο, για την πατρότητα, την σκηνοθεσία, την περίοδο της καραντίνας και πως την βίωσε.
«Έχουμε ανάγκη να θεοποιούμε την νεότητα, ενώ η ωρίμανση είναι πιο σημαντική. Ωραίο πράγμα να μεγαλώνουμε, όποιος δεν μεγαλώνει πεθαίνει. Αυτή η αγωνία ‘μην τυχόν και γεράσω’ μπορεί αυτό να τους γερνάει. Ήμουν από τους ανθρώπους που είχε την τύχη -εκτός από το κομμάτι της άμεσης επικοινωνίας- να μην είμαι εκτός δουλειάς. Από την περσινή καραντίνα και μέχρι τώρα δεν έχω σταματήσει να δουλεύω. Αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με την αρχική και βασική ανάγκη να συναντιέσαι από κοντά με το κοινό. Αλλιώς θα κάναμε μόνο κινηματογράφο. Φέτος έχουμε Βάκχες. Ξεκινάμε μέσα Ιουλίου με μια παράσταση στην Χαλκίδα και μετά στα Ιωάννινα. Θα ακολουθήσει περιοδεία στην Βόρεια Ελλάδα, μετά Κρήτη και θα καταλήξουμε μέσα Αυγούστου στην Επίδαυρο. Είναι διαφορετική η αγωνία. Ίδια σε μέγεθος αλλά διαφορετικός ο τρόπος. Όταν σκηνοθετείς μια παράσταση υπάρχει μια έκθεση αρκετά προσωπική. Αυτό που βλέπει κάποιος δεν είναι απλώς ένας ρόλος που εντάσσεται στο όραμα κάποιου άλλου. Είσαι μέρος ενός πράγματος και αυτό έχει και τα καλά του και τα αρνητικά του. Όταν σκηνοθετείς είναι σαν να είσαι γυμνός. Λες σε όλους ‘δείτε πώς σκέφτομαι, τι έχω να πω’. Εγώ μόνο έτσι αντιλαμβάνομαι την σκηνοθεσία, μόνο προσωπικά. Τα έργα τα ξέρουμε και αν όχι μπορούμε να τα διαβάσουμε. Η σκηνοθεσία έχει να κάνει με το πώς εγώ κοιτάζω τον κόσμο, τη ζωή. Τι με βασανίζει και πώς όλα αυτά τα βάζω μέσα στο έργο και δείχνω τι θέλω να αποκαλύψω. Αυτό είναι μια πολύ μεγάλη έκθεση. Ισοφαρίζεται γιατί δεν είμαι πάνω στη σκηνή και δεν θα βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα την δύσκολη στιγμή αλλά η έκθεση είναι πολύ μεγαλύτερη γιατί όλοι κοιτάζουν την ψυχή μου, αυτό που είμαι. Έχω δείξει κάθε φορά αυτά που καταλαβαίνω για μένα στην δεδομένη στιγμή μου. Θα συνεχίσω να μην καταλαβαίνω πολλά και να ανακαλύπτω ακόμα περισσότερα. Έχω ένα παράδειγμα που λέγεται Γιάννης Φέρτης. Όταν δουλέψαμε για πρώτη φορά μαζί, ήταν κοντά στα 80, τα μάτια του ήταν γεμάτα περιέργεια, αγάπη και θαυμασμό για τους νεότερους ανθρώπους. Είπα όταν μεγαλώσω θα ήθελα να είμαι έτσι. Να μην ξέρω πολλά και να είμαι το ίδιο περίεργος, ανήσυχος και γεμάτος θαυμασμό για αυτά που δεν γνωρίζω και κάποιοι άλλοι τα κάνουν καλύτερα από μένα.
Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος, αλλά σίγουρα καλύτερα από πριν. Το θέατρο είναι εκτόνωση αλλά δεν μπορεί να λειτουργεί θεραπευτικά για τους ανθρώπους που το κάνουν. Μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά αλλά όχι θεραπευτικά. Για αυτό βλέπουμε ανθρώπους με τεράστιες επιτυχίες επί της ουσίας που δεν τους έκαναν καθόλου καλύτερα. Έχω ένα εύκολο κομμάτι μέχρι ένα σημείο και ένα δύσκολο από ένα σημείο και πιο μέσα. Δεν είμαι ούτε σνομπ, ούτε απρόσιτος. Νομίζω όμως ότι βαθιά μέσα μου είμαι επιφυλακτικός. Η πατρότητα με έκανε πιο προσγειωμένο και ελπίζω να πολέμησε και τον κακώς εννοούμενο εγωισμό μου, την εγωπάθεια μου, τον ναρκισσισμό μου. Όταν κάνεις παιδιά αυτό περιορίζεται. Έκτοτε προσπαθώ να το περιορίσω και από μόνος μου, δεν το εκτιμώ. Το κομμάτι του εαυτό μου, που είναι και ένας από τους λόγους που κάνω αυτή τη δουλειά, που σχετίζεται με τον ναρκισσισμό, την εγωμανία και την ανάγκη σαν τρύπιο βαρέλι αποδοχής από αγνώστους, δεν το εκτιμώ. Είμαι ευγνώμων για το κομμάτι μου που με έφερε μέχρι εδώ αλλά δεν είναι κάτι που θα παντρευόμουν για την υπόλοιπη ζωή μου».