Από μικρός αγαπούσα την επιθεώρηση. Μου άρεσε να βλέπω μαζεμένους πολλούς από τους ηθοποιούς που έπαιζαν στις τηλεοπτικές σειρές ή στις ελληνικές ταινίες που πρόβαλλε η ΥΕΝΕΔ κάθε Σάββατο βράδυ στις δέκα.
Εννιά χρονών ήμουνα όταν πήγα με τους γονείς μου για πρώτη φορά στο Δελφινάριο, που δεν ήταν εκεί που είναι τώρα, αλλά λίγο πιο πέρα. Η επιθεώρηση λεγόταν «Ζήτω που καήκαμε». Όλες τις υπόλοιπες αναμνήσεις μου από τη συγκεκριμένη παράσταση και από αυτό το τόσο διαφορετικό θέατρο – σε σχέση με όσα είχα πάει ως τότε – τις επισκίασε το μεγάλο χορευτικό της παράστασης.
Το σκηνικό ήταν ένα πλοίο στο οποίο υπήρχε ένα μέρος του μπαλέτου, που ταξίδευε ανέμελο. Και τότε ακούγονται φωνές και προσγειώνονται με σκοινιά στο κατάστρωμά του πειρατές, οι οποίοι ξεκινούσαν από το εξωτερικό μέρος του θεάτρου και “πετούσαν” πάνω από τα κεφάλια των θεατών για να κάνουν το ρεσάλτο τους. Ήταν ίσως το πιο φαντασμαγορικό θέαμα που είχα δει ως τότε. Και ήταν φυσικά το μπαλέτο του Φώτη Μεταξόπουλου.
Σαράντα χρόνια μετά, το 2018, μέσω του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη, γνωρίστηκα με το Φώτη Μεταξόπουλο και ήρθα σε επαφή με το οπτικοακουστικό του αρχείο.
Η μεταγραφή του υλικού κράτησε αρκετούς μήνες, ενώ για την ταξινόμηση και την τεκμηρίωσή του δούλεψαν η Κατερίνα Μεταξοπούλου (κόρη του Φώτη Μεταξόπουλου) και η Φωτεινή Γριτσοπούλου. Παράλληλα, συναντηθήκαμε τέσσερις φορές με το Φώτη Μεταξόπουλο στα ραδιοφωνικά στούντιο και καταγράψαμε τις μνήμες του από σχεδόν 65 χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας. Όλα αυτά έγιναν δώδεκα ωριαίες ραδιοφωνικές εκπομπές με τον τίτλο «Φώτης Μεταξόπουλος: Χορεύοντας με τις αναμνήσεις μου».
Δεν ήταν ακριβώς χρονικό, καθώς μόνο οι πρώτες εκπομπές ακολούθησαν με χρονολογική σειρά τα πρώτα χρόνια της ζωής και της καριέρας του Φώτη Μεταξόπουλου, μέχρι να γίνει πρώτος χορευτής, χορογράφος και σκηνοθέτης.
Στη συνέχεια, καθώς δεν είχε βρεθεί υλικό από όλες τις παραστάσεις, αναφερθήκαμε σε κάποιες από αυτές, αλλά κυρίως στους συνεργάτες όλων εκείνων των ετών (ηθοποιούς, συγγραφείς, συνθέτες, χορευτές, θεατρικούς επιχειρηματίες κτλ.), κάνοντας ταξίδια μπρος και πίσω στο χρόνο, τοποθετώντας όμως τις αναφορές μας στο ιστορικοκοινωνικό τους πλαίσιο. Εκτός από το ηχητικό υλικό που προερχόταν από το αρχείο του Φώτη Μεταξόπουλου, υπήρχε και υλικό από το Αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και φυσικά πολλά σχετικά τραγούδια από τη δισκογραφία. Και οι δώδεκα εκπομπές υπάρχουν ανεβασμένες στο webradio της ΕΡΤ για όποιον ενδιαφέρεται.
Το παρακάτω σκαναρισμένο πρόγραμμα (που έχω φυλάξει από τότε) έχει στο εξώφυλλό του φωτογραφίες από τις παραστάσεις του 1977 και του 1978 στο Δελφινάριο, ωστόσο είναι το πρόγραμμα της παράστασης του 1979 «Μάπες και φάπες».
Αξίζει ίσως τον κόπο να δούμε επιγραμματικά τα νούμερα του πρώτου μέρους, με πιθανές εικασίες για την έμπνευση από την επικαιρότητα – διαχρονικό χαρακτηριστικό των επιθεωρήσεων – που είχαν οι συγγραφείς της, Κώστας Νικολαΐδης και Πυθαγόρας.
«Έρχεται ο Σούπερμαν»: Νίκος Ρίζος (πιθανή αφορμή από τον πρώτο κινηματογραφικό “Superman” με τον Christopher Reeve, που γυρίστηκε το 1978 και προβλήθηκε και στην Ελλάδα φυσικά)
«Σωκράτης Σούπερσταρ»: Γιάννης Γκιωνάκης (πιθανή αφορμή από το «Σωκράτη» που εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Eurovision του 1979 με την Ελπίδα)
«Εγώ δεν είμαι εγώ»: Μάρω Κοντού (πιθανή αφορμή από το ομότιτλο τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού και του Πυθαγόρα – εκ των συγγραφέων της συγκεκριμένης επιθεώρησης – που τραγούδησε ο Γιάννης Πάριος στον δίσκο του «Θα με θυμηθείς» που κυκλοφόρησε εκείνη τη χρονιά, το 1979)
«Σώσε μας Χομεϊνί»: Σωτήρης Μουστάκας (χωρίς σχόλια…)
«Το ολοκαύτωμα του Θανάση»: Θανάσης Βέγγος (πιθανή αφορμή από τον τίτλο της μίνι τηλεοπτικής σειράς «Ολοκαύτωμα» του 1978, με τη Meryl Streep, που είχε προβληθεί και στην τότε ΥΕΝΕΔ)
Το ομαδικό νούμερο του δεύτερου μέρους είχε τίτλο «Κερατοπανθέοι». Μια παρωδία στους πολύ πετυχημένους τότε τηλεοπτικούς «Πανθέους» (προβλήθηκαν στην ΕΡΤ από το 1977 ως το 1979). Ακόμα θυμάμαι το Σωτήρη Μουστάκα ως Μάρμω (στο σήριαλ η Κάτια Δανδουλάκη) και το Νίκο Ρίζο ως εραστή της Κίτσο (στο σήριαλ ο Στέλιος Καλογερόπουλος).
Να σημειώσουμε τέλος ότι τα χρόνια εκείνα και στον αντίποδα αυτών των μεγάλων παραγωγών, στο Άλσος Παγκρατίου, το “Ελεύθερο Θέατρο” και η «Ελεύθερη Σκηνή» στη συνέχεια είχαν ήδη κάνει το θαύμα τους και έγραφαν ιστορία έχοντας ξεκινήσει – ίσως και ερήμην τους – την ανανέωση του είδους.
Σήμερα θλίβομαι αναλογιζόμενος πώς έχει παροπλισθεί – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – ένα τόσο δημοφιλές στο παρελθόν είδος και έχει αντικατασταθεί από σκόρπια αστεία στην τηλεόραση και το διαδίκτυο, που μπορεί πολλές φορές να είναι έξυπνα και να κρύβουν ταλέντο, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υποκαθιστούν τον αγώνα του συγγραφέα, του ηθοποιού, του σκηνοθέτη της επιθεώρησης να τραβήξουν την προσοχή σου και να σε κάνουν να γελάσεις μέσα στα δέκα περίπου λεπτά που διαρκούσε τότε κάθε νούμερο. Δυστυχώς σήμερα τα «νούμερα» κάθε είδους – και εκτός θεάτρου – έχουν μεγαλύτερη διάρκεια.