Νύχτες που περνούν και δε θα ξαναρθούν…

Όταν ξανάνοιξαν τα θερινά σινεμά τον φετινό Ιούνιο συνειδητοποίησα πως είχα να πάω 2,5 μήνες σε κινηματογραφική αίθουσα. Όχι απλά να δω ταινία. Αυτό το έκανα και στο σπίτι. Να πάω σ ι ν ε μ ά. Τόσο μεγάλο διάστημα «στέρησης» πρέπει να είχε να μου συμβεί από τα γυμνασιακά μου χρόνια, χωρίς υπερβολή.

Βιωματική η σχέση με το σινεμά. Στην αρχή συνοδευόμενος από τους γονείς το χειμώνα ή από μεγαλύτερα ξαδέρφια το καλοκαίρι στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, όταν το εισιτήριο έκανε ακόμα 25 δραχμές. Την πρώτη φορά που πήγα μόνος μου στα 12 μου χρόνια (στο πάλαι ποτέ χειμερινό «Άττικα» της πλατείας Αμερικής) τηλεφώνησα στο σπίτι μου τρεις φορές από το κλασσικό κόκκινο τηλέφωνο με τον κερματοδέκτη: όταν έφτασα στον κινηματογράφο, στο διάλειμμα και όταν τέλειωσε η ταινία, λίγο πριν ξεκινήσω για την επιστροφή.

Στα θερινά τότε έβλεπες ταινίες που δεν πρόλαβες το χειμώνα, αλλά και μια μεγάλη γκάμα παλιότερων έργων. Στη Βάρκιζα που παραθερίζαμε, τα 2 θερινά που υπήρχαν (και ευτυχώς υπάρχουν ακόμα) είχαν φτάσει στο σημείο να αλλάζουν ταινία κάθε μέρα. Άντε να προλάβεις. Κάπως έτσι είχα παρακολουθήσει για πρώτη φορά στη ζωή μου 8 ταινίες σε 7 συνεχόμενες μέρες : κάθε μέρα από μία και την Κυριακή 9-11 στο ένα σινεμά και 11-1 στο άλλο. Αυτό έκτοτε έχει επαναληφθεί αρκετές φορές και ενίοτε μέσα στην ίδια μέρα, με λιγότερες ταινίες φυσικά, αλλά πάντα με τη διάθεση και την ανησυχία να παραμείνω θεατής και όχι καταναλωτής ταινιών.

Τις πρώτες μέρες της βδομάδας οι επιλογές ήταν κυρίως δραματικές ή ακατάλληλες ταινίες. Αυτές ήταν όμως που κέντριζαν περισσότερο τη φαντασία μας. Ειδικά όταν οι αιθουσάρχες δεν έβαζαν στις προθήκες τους φωτογραφίες, αλλά μόνο την κεντρική διαφημιστική καρτέλλα της ταινίας (στρογγυλή ή παραλληλόγραμμη) και δίπλα την ένδειξη «Αυστηρώς ακατάλληλον». Ας μη φέρω παραδείγματα των «ακατάλληλων» ταινιών ή έστω των «κατάλληλων από 13» (κάποιες βέβαια σωστά είχαν έτσι επισημανθεί). Ας αρκεστώ να πω πως την «Κατάσκοπο που μ’ αγάπησε», την τρίτη από τις επτά ταινίες που γύρισε ο Ρότζερ Μουρ ως Τζέημς Μποντ, την είδα από παρακείμενη μάντρα, καθώς δεν πληρούσα τα ηλικιακά κριτήρια. Δυστυχώς δεν είχαμε ποτέ το – για μένα τουλάχιστον – προνόμιο να μένουμε σε καλοκαιρινό διαμέρισμα που να βρίσκεται δίπλα σε θερινό σινεμά και να μην είναι στον πρώτο όροφο (χάνονταν οι υπότιτλοι).

Όσο προχωρούσε η εβδομάδα προς το Σαββατοκύριακο αυξάνονταν οι κωμωδίες, αλλά και οι πιο πρόσφατες ταινίες. Χάρη στα θερινά σινεμά γνώρισα σε προεφηβική και εφηβική ηλικία τόσες και τόσο διαφορετικές σχολές και είδη κωμωδίας, καταλαβαίνοντας και διαχωρίζοντας αργότερα την πλάκα από το χιούμορ και το σλάπστικ από την πιο εγκεφαλική κωμωδία και τη σάτιρα : Γούντυ Άλλεν, Πήτερ Σέλλερς, Λουί ντε Φυνές, Μελ Μπρουκς, Μόντυ Πάυθον, Τζέρυ Λιούις, Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ κ.α.

Προβάλλονταν όμως και ονομαστές ταινίες του παρελθόντος που δεν πετυχαίναμε συχνά στα 2 δημόσια κανάλια που υπήρχαν τότε και που δε θα τις βλέπαμε αλλιώς, μια που τα οικιακά βίντεο και τα βίντεο κλαμπ μπήκαν λίγα χρόνια αργότερα στη ζωή μας, στη δεκαετία του ’80. Θυμάμαι γονείς και συγγενείς να μας ψάχνουν μετά τα μεσάνυχτα γνωρίζοντας πως είχαμε πάει σινεμά στις 9, αλλά μη γνωρίζοντας πως η «Μελωδία της ευτυχίας» που θα βλέπαμε ήταν κοντά 3 ώρες ταινία και πως η συγκεκριμένη κόπια με τα τεράστια καρούλια ήταν τόσο ταλαιπωρημένη που κοβόταν κάθε λίγο και λιγάκι.

Και κοντά σ’ αυτά και ο ελληνικός κινηματογράφος. Κυρίως οι κωμωδίες από τα τέλη 70’s και τις αρχές 80’s που μερικοί σήμερα τις ονομάζουν συλλήβδην βιντεοκασέτες, μια και πολύς κόσμος τις έμαθε από εκεί. Όμως όχι. Πρώτα έκαναν την πορεία τους – και κάποιες από αυτές με σεβαστό αριθμό εισιτηρίων – στις αίθουσες κι ύστερα βρήκαν τη θέση τους στα ράφια των βιντεοκλάμπ και σήμερα στη μεσημεριανή ζώνη ιδιωτικών καναλιών με άφθονα «μπιπ» και “mute” (σβήσιμο του ήχου) σε επίμαχα για την ώρα μετάδοσης σημεία.

Έτσι είναι όμως. Αλλάζουν οι εποχές, αλλάζουν κι οι συνήθειες. Η παρανομία της σημερινής πιτσιρικαρίας είναι το απλήρωτο «κατέβασμα» από το διαδίκτυο, ενώ η παρανομία της τότε πιτσιρικαρίας ήταν το ανέβασμα σε μάντρες και τοιχάκια για να δουν λαθραία αυτό που ήθελαν. Άσε που νομίζω τελικά πως, παρά την ταλαιπωρία και επειδή δεν το είχαν δεδομένο, εκείνοι το ευχαριστιόντουσαν περισσότερο.

Διαβάστε επίσης