Η θεά του prequel του καφέ επέστρεψε… διπλή! Όλο το ιστορικό μίας προαναγγελθείσας συνάντησης χωρίς (αντι)κείμενο.
Γιατρέ μου, θα πάθεις πλάκα με αυτό που θα σου πω. Η Ζοζεφίνα βρήκε αγόρι! Δόξα να ‘χει ο γιαραμπής, επιτέλους εντόπισε εκείνον που θέλει να έχει στη ζωή της… μέχρι τον επόμενο τουλάχιστον, μια κι εγώ τα φοβάμαι αυτά. Και η Ζοζεφίνα είναι τρελά ανασφαλής. Άσε που πιστεύει και στα ζώδια. Δεν έχουμε καμία τύχη.
Ναυλομεσίτης ο Γρηγόρης. Στα σαράντα κάτι του. Ψηλός, με γκρίζα μαλλιά, καλοζωισμένος, χωρίς μπάκα, χωρίς να χρειάζεται να ρουφιέται πολύ. Και η Ζοζεφίνα, μετά από μία εβδομάδα αποχής (διερωτώμαι γιατί, αλλά πάλι εγώ φημίζομαι ότι μόνο διερωτώμαι και δεν είμαι άξιος για κάτι παραπέραα) από όλα (ούτε γιόγκα, ούτε πιλάτες, ούτε τίποτα – αφού η δικιά μου ερχόταν μαζί μου στα Jam Night, γνώρισε κάθε παρέα εκεί και τώρα την ξέρουν όλοι κι εγώ είμαι απλά ο τύπος που τη συνοδεύει. Κάτι σαν το JFK με τη Jackie δηλαδή. Ο κύριος της κυρίας), είπε να δείξει επίπεδο. Γιατρέ μου; Αυτό με τι συνεχείς παρενθέσεις με μπέρδεψε λιγάκι. Απλά ήθελα να τονίσω ότι το ζεύγος δεν είχε χρόνο για κάτι άλλο, πέρα από το άλλο…
Με το πέρας της εβδομάδας, κλασσικά τηλεφωνήθηκαν οι δυο τους, κλασσικά κανόνισαν οι φιλενάδες να βρεθούν και να κάνουν πεντακόσια ογδομήντα δύο πράγματα και κλασσικά θεώρησαν καλό να γνωριστώ με το Γρηγόρη. Το στεφάνι μου έβαλε τα γέλια. «Μας το φέρνει από δω το θήραμά της. Να σου πω, αγαπάκι… Θα πάμε για γιόγκα και μετά κάτι να τσιμπήσουμε. Κανόνισε ταινία και λοιπά, ναι; Κάνα τρίωρο θα λείψουμε».
Που λες, γιατρέ μου, ο Γρηγόρης είναι πολύ κύριος. Μέχρι και μπύρες έφερε. Κι εγώ, επειδή είμαι διαόλου κάλτσα, σκέφτηκα το επεισόδιο στα «Φιλαράκια», με το Ross και το Mike, που μια ολόκληρη βραδιά αντάλλαξαν πέντε λέξεις, για διάφορες ποικιλίες μπύρας. Έσφιξα το χέρι του Γρηγόρη, συστήθηκα, απέφυγα ό,τι θα με έκανε Τσάντλερ, έστω και για δευτερόλεπτα και φίλησα το κορίτσι μου στο αυτί, που ξέρω ότι του αρέσει πολύ. «Καλά να περάσετε, καρδιά μου! Τα λέμε το βράδυ».
Ο Γρηγόρης έκατσε στον καναπέ και μου προσέφερε ένα από τα κουτάκια. «Κάνεις κέφι»; Χαμογέλασα, το άνοιξα, τσουγκρίσαμε και το ρώτησα αν του αρέσουν αυτές οι φάσεις. «Δεν γουστάρω μία» μου είπε και έβαλε τα γέλια. «Τι λες; Τις θάβουμε τώρα που λείπουν»; Ξεράθηκε. Για την επόμενη ώρα-και-βάλε είχαμε μουρλαθεί στο γέλιο. Τίμιο; Όχι, γιατρέ μου. Περίεργο; Μάλλον όχι. Πρέπον; Εννοείται πως όχι! Και γαμώ; Ναι, ναι, ΝΑΙ!
«Την αγαπάς πολύ, έτσι»; Τον κοίταξα, άνοιξα το επόμενο κουτάκι, τσουγκρίσαμε ξανά. «Είναι ο άνθρωπός μου. Με πονάει. Με νοιάζεται. Της κρατώ το χέρι και την κοιτώ στα μάτια και δεν με νοιάζει αν πάρει φωτιά η Καλαμαριά». Και δως του γέλια. Και καπάκι συγκίνηση. «Κι εγώ το θέλω αυτό». Περάσαμε καταπληκτικά. Δυστυχώς, δεν το επαναλάβαμε ποτέ. Η Ζοζεφίνα χώρισε μαζί του τρεις μέρες μετά. Καμιά φορά, όταν με συναντά, μου λέει για το Γρηγόρη. «Μα καλά, τι έκανες και σε συμπάθησε τόσο»; Τον έκανα να γελάσει, φαντάζομαι. Με την καρδιά του.