O Άγγελος Ανδρεάτος εμπνευσμένος από το συγγραφικό έργο του Κεφαλλονίτη ποιητή Ανδρέα Λασκαράτου, παρουσιάζει το μουσικό έργο με τίτλο «Εις Τον Έρωτα», αφιερωμένο στην ιστορία και στην πολιτισμική κληρονομιά των Επτανήσων! Με νότες βγαλμένες από την παράδοση του Ιονίου, ο Άγγελος Ανδρεάτος ντύνει μουσικά το συγγραφικό έργο του Εθνικού μας ποιητή και συνυπάρχει καλλιτεχνικά με εξαιρετικούς ερμηνευτές και δημιουργούς όπως ο Μπάμπης Τσέρτος, ο Βασίλης Λέκκας, ο Θέμης Ανδρεάδης, η Ειρήνη Τουμπάκη και οι Αδελφοί Καραβιώτη. Συγκεκριμένα ο Άγγελος Ανδρέατος αναφέρει: Η μουσική είναι παράδοση και η παράδοση η συνέχειά μας…. Ένιωσα την ανάγκη να ανακαλύψω την ιστορία μου. Η κοινή Κεφαλλονίτικη καταγωγή μου με τον Ανδρέα Λασκαράτο και η αγάπη μου για αυτόν τον τόπο, ήταν το κλειδί να κάνω πράξη ένα μεγάλο μου όνειρο: Να μεταλαμπαδεύσω μέσα από την μουσική μου τον θησαυρό που κληρονομήσαμε, τα ποιήματά του! Ευχαριστώ από καρδιάς όλους όσους συμμετείχαν, ώστε να πραγματοποιηθεί αυτή η προσπάθεια! Για να προβλέψεις το μέλλον πρέπει να μελετήσεις το παρελθόν…
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΤΟΣ
Ο Άγγελος Ανδρεάτος είναι τραγουδοποιός γεννημένος στην Κεφαλονιά. Έχει στο ενεργητικό του σημαντικές δισκογραφικές συνεργασίες δισκογραφικές, ενώ έχει βρεθεί επί σκηνής με σπουδαίους Έλληνες καλλιτέχνες και δημιουργούς. Έχει συνεργαστεί με τους Γιάννη Ζουγανέλη , Τάκη Ζαχαράτο , Μπάμπη Τσέρτο , Βασίλη Λέκκα , Χρήστο Κυριαζή, Γιάννη Πλούταρχο, Σαράντη Αλιβιζάτο κ.α.
Οι 2 τελευταίες του δισκογραφικές δουλειές είναι οι εξής :
Τα Επτάνησα Ταξιδεύουν, όπου και πρόκειται για 5 σύγχρονες καντάδες σε μουσική του ίδιου και στίχους του Σαράντη Αλιβιζάτου και το «Εις Τον Έρωτα».
ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΥ
Ο Ανδρέας Τυπάλδος Λασκαράτος γεννήθηκε το 1811 στην Κεφαλονιά. Η οικογένειά του ανήκε στις παλιές αριστοκρατικές οικογένειες της Επτανήσου. Ο πατέρας του Γεράσιμος καταγόταν από τη Νάπολη και διέθετε μεγάλη περιουσία και πολιτική δύναμη. Πρώτοι δάσκαλοι του Ανδρέα ήταν οι Ευγένιος Διογένης και Σπυρίδων Τρέκας. Σε ηλικία δώδεκα ετών έφυγε για το Αργοστόλι, όπου έμεινε στο σπίτι του θείου του κόντε Δελλαδετσίνα. Εκεί διδάχτηκε την ιταλική και την αρχαία ελληνική γλώσσα από τους Ιάκωβο Βαπτιστή Μπαρτολότσι και το Νεόφυτο Βάμβα αντίστοιχα. Στο Αργοστόλι γνώρισε επίσης το λόρδο Μπάιρον. Εν συνεχεία φοίτησε στη Σχολή του Κάστρου και το 1828 πήγε στην Κέρκυρα όπου μυήθηκε στην ιταλική σάτιρα και λογοτεχνία από το Βιτσέντζο Νανούντσι, ποιητή του Κύκλου του Σολωμού και θιασώτη της απλής γλώσσας. Εκεί γνωρίστηκε επίσης με τον Ανδρέα Κάλβο, του οποίου υπήρξε μαθητής, καθώς και με το Βηλαρά. Καθοριστική ωστόσο στάθηκε η γνωριμία του με το Σολωμό, στον οποίο ο Λασκαράτος υπέβαλε ποιήματα και μεταφράσεις και από τον οποίο ενθαρρύνθηκε να συνεχίσει να γράφει. Σπούδασε νομικά στην Ιόνιο Ακαδημία και εργάστηκε ως βοηθός στη Γραμματεία της Ιονίου Γερουσίας και στο Ειρηνοδικείο Κεφαλληνίας. Το 1836 έφυγε για το Παρίσι, όπου έμεινε ως το 1839, οπότε πήγε στην Πίζα. Εκεί πήρε το δίπλωμα του δικηγόρου, ήρθε σε επαφή με τις φιλελεύθερες ιδέες της εποχής και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Επέστρεψε στην Κεφαλονιά σε ηλικία 30 ετών και διορίστηκε Πρόεδρος Δικαστής στο Ληξούρι, θέση από την οποία σύντομα παραιτήθηκε. Το 1844 πέθανε ο πατέρας του και ο Ανδρέας ανέλαβε τη διαχείριση της περιουσίας του. Την ίδια περίοδο (1845) ταξίδεψε στην Κρήτη για να γνωρίσει τον λαϊκό πολιτισμό της, επέστρεψε όμως απογοητευμένος, καθώς μπόρεσε να συγκεντρώσει μόνο λίγα τραγούδια , τα οποία δημοσίευσε στο οικογενειακό περιοδικό Λύχνος, το οποίο εξέδωσε το 1859 και ως το 1868, οπότε και έκλεισε, έβγαλε μόνο 49 φύλλα. Στο δρόμο για την Κρήτη πέρασε από την Αθήνα, όπου τύπωσε το έργο του Το Ληξούρι εις του 1836, μίμηση του ποιήματος του Αl Tassoni «La sechia rapitia». Από την Κρήτη επέστρεψε στην Κεφαλονιά και παντρεύτηκε την Πηνελόπη Καργιαλένια, κόρη μεγαλέμπορου καταγόμενη από το Λιβόρνο, η οποία στάθηκε πιστή σύντροφος και συμπαραστάτιδά του. Το 1850 πήρε μέρος στις εκλογές της Θ΄ Βουλής ως αντίπαλος του κόμματος των φιλελευθέρων, απέτυχε ωστόσο και έφυγε με την οικογένειά του για το Αργοστόλι. Το 1856 δημοσίευσε το έργο Μυστήρια της Κεφαλλονιάς, ήτοι σκέψεις απάνω στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική, το οποίο κίνησε αντιδράσεις, οδήγησε στον αφορισμό του και έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του. Έφυγε για τη Ζάκυνθο, αντιμετώπισε ξανά δυσκολίες και κατέφυγε τελικά μόνος στο Λονδίνο. Εκεί διεύρυνε τις γνώσεις του και έγραψε την Απόκριση στον αφορισμό, έργο που εκδόθηκε δώδεκα χρόνια αργότερα.
Η αλληλογραφία του με τη σύζυγό του είναι ενδεικτική για την ψυχολογική του κατάσταση εκείνη την περίοδο. Αντιμετώπισε και νέες αντιδράσεις, συνέχισε ωστόσο να τυπώνει έργα του από την Αθήνα, την Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα, ώσπου κατηγορήθηκε για συκοφαντία του ιδεολογικού του αντιπάλου και μέλους της επίσημης εκκλησίας Λομβάρδου και φυλακίστηκε για τέσσερις μήνες. Νέες αντιδράσεις προκάλεσε το ποίημά του «Νανάρισμα» για τον τότε διάδοχο του θρόνου. Το περιοδικό του «Λύχνος» έκλεισε και ο ίδιος κινδύνεψε ξανά να φυλακιστεί, γλίτωσε όμως κατόπιν επιστολής του στο Βασιλιά. Το 1864 δημοσίευσε μια Στιχουργική της γραικικής γλώσσας, μετέφρασε δύο βίους αγίων από τα αγγλικά και μετά τον μεγάλο σεισμό του 1867 έγραψε το Ιστορικό των σεισμών. Την έκδοση της Απόκρισης στον Αφορισμό, ακολούθησε νέα δίκη, αυτή τη φορά όμως ο Λασκαράτος αθωώθηκε. Αμέσως μετά δημοσίευσε το έργο «Η δίκη μου με τη Σύνοδο». Λόγω οικονομικών δυσκολιών επιχείρησε να ιδρύσει ένα ιδιωτικό Παρθεναγωγείο σε συνεργασία με τη σύζυγό του, προσπάθεια που απέτυχε. Το 1872 εκδόθηκαν τα «Στιχουργήματα» και από το 1873 ως το 1876 σειρά φυλλαδίων με τίτλο «Η κοινωνική μας κατάσταση». Την περίοδο εκείνη ήταν ήδη γνωστός στο χώρο του ελεύθερου ελληνικού κράτους και στον κύκλο του Παλαμά. Το 1873 ανακηρύχτηκε επίτιμο μέλος του συλλόγου «Βύρων» και το 1877 του «Παρνασσού». Το 1878 έγραψε το δοκίμιο Η τέχνη του δημηγορείν και του συγγράφειν και το 1879 το Ιδού ο άνθρωπος , το οποίο εξέδωσε το 1886 μαζί με μια συλλογή από χαρακτήρες στα πρότυπα του Θεόφραστου και του «La Bruyere». Το 1884 δημοσίευσε το φυλλάδιο «Περί γλώσσης» και το 1889 το «Γλώσσα». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του συμπλήρωσε το έργο «Ήθη, έθιμα και δοξασίες της Κεφαλονιάς», που δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του και συνέχισε να γράφει ποιήματα, λυρικά και σατιρικά. Στα 1894 – 1896 επιχείρησε μια επανέκδοση του Λύχνου. Λίγο πριν το θάνατό του με εισήγηση του νέου Δεσπότη Κεφαλληνίας
Γερ.Δοριζα άρθηκε ο αφορισμός του. Πέθανε το 1901 στο Αργοστόλι. Στο έργο του Λασκαράτου κυριαρχεί πνεύμα φιλελεύθερο, κριτικό, δηκτικό και το ύφος του συχνά γίνεται έντονα καυστικό. Συνεπής στους λόγους και τα έργα του διώχτηκε για την ελευθεροστομία του, δεν έχασε ποτέ όμως τη μαχητικότητά του. Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας τον χαρακτήρισαν ως τον κυριότερο σύνδεσμο ανάμεσα στην Επτανησιακή και την Α΄ Αθηναϊκή Σχολή.