«Το στέμμα»: Μία σαπουνόπερα υψηλών προδιαγραφών και όχι ένα σοβαρό δράμα


Είδαμε τις 4 σεζόν από την σειρά «Το Στέμμα» στην πλατφόρμα του Netflix και ζήσαμε το αίσθημα της κλειδαρότρυπας με όχημα τη μηχανή του χρόνου και δρόμο την «Ιστορία».

Τέλος Φεβρουαρίου και εμείς σταθερά εδώ να γράφουμε στις οθόνες μας, να μιλάμε στις οθόνες μας και να παρακολουθούμε τη ζωή μας και τη ζωή των άλλων μέσα από τις οθόνες μας.  Σίγουρα έχει εξαντληθεί η υπομονή  μας και η όποια διάθεση μας για δημιουργία μες στο ομιχλώδες μέλλον. Σε λίγο καιρό θα αποζητάμε τις κακές ειδήσεις και όχι τις θετικές και ελπιδοφόρες, μιας και η καταγοήτευση των δημοσιογράφων την ώρα που τις επικοινωνούν θα δικαιώνουν την προτίμησή μας. Ευελπιστώ να μην συνηθίσουμε.

Τουλάχιστον οι ζωές των άλλων μέσα από τις σειρές εξελίσσονται, έχουν αρχή, μέση, τέλος. Έτσι, ζούμε και εμείς μέσα από τους ήρωες , αφού δεν έχουμε «χώρο» για να ζήσουμε τη δική μας ζωή.

Αυτήν την εβδομάδα ταξιδέψαμε στα βασιλικά ανάκτορα και αισθανθήκαμε σαν βασιλιάδες σε παραμύθι.

Λονδίνο, Μπάκιγχαμ, Ανάκτορα, Στέμμα και πολύ…. «καθήκον» , τόσο που εξοβέλιζε την έννοια του ονείρου.

Η σειρά «Το στέμμα» μετρά 4 σεζόν έως τώρα των 10 ωριαίων επεισοδίων και μας ταξιδεύει στον κόσμο της μοναρχίας και της ιστορικοπολιτικής πραγματικότητας της Μεγάλης Βρετανίας. Κάθε σεζόν πραγματεύεται γεγονότα μιας δεκαετίας, με την 4η μελαγχολική σεζόν να μας έχει αφήσει στα τέλη της δεκαετίας του 80.

Είναι πολλοί εκείνοι που έχουν καταπιαστεί με την παρούσα σειρά και σίγουρα έχετε διαβάσει πάρα πολλά. Ωστόσο, δεν είναι η ανάγκη να προσθέσω κάτι μεγαλοφυές, αλλά να αποτυπώσω σε ένα διαδικτυακό χαρτί την δική μου αίσθηση.

Ούσα αρκετά οικεία σε όλους μας η ιστορία μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο , το να παρακολουθήσει κανείς το Στέμμα είναι σαν να έχει σκοτώσει εκ προοιμίου την όποια περιέργεια  που θα του γεννούσε η συνέχεια σε άλλη περίπτωση. Ωστόσο, η κλειδαρότρυπα καλά κρατεί και μαθαίνουμε για βασιλικές συνήθειες και αλήθειες που αποκαθηλώνουν τη ζηλευτή ζωή τους.

Η 1η και η 2η σεζόν  αγγίζουν τις χρονικές περιόδους 1947-1955 / 1956-1964 και έχουν την υπέροχη Claire Foy ως Βασίλισσα Ελισάβετ. Αυτό που κατορθώνουν οι πρώτες 2 σεζόν είναι να ξεδιπλώσουν το ιστορικό και εσωτερικό υπόβαθρο αυτού του απαρχαιωμένου θεσμού της μοναρχίας και να προσπαθήσει να μας «ευθυγραμμίσει» (και άλλοτε να μας συγχρωτίσει) με τους πρωταγωνιστές βασιλιάδες. Βέβαια ,η όποια προσπάθεια μοιάζει κάπως ατελέσφορη, μιας και οι πάλες και οι όλοι αγώνες που δίνουν, ξεκινούν από τον εσώτερο εαυτό τους και καταλήγουν στον καλά στεγασμένο ελιτίστικο κύκλο τους.

Γάμοι, θάνατοι, το ρομαντικό έπος της Πριγκίπισσας Μαργαρίτας με τον διαζευγμένο Πίτερ , η επανεκλογή του σκληροπυρηνικού Τσώρτσιλ κι η αντίδραση της αντιπολίτευσης, και πόσα άλλα που ήδη γνωρίζουμε καταφέρνουν να κρατούν το ενδιαφέρον μας καθώς ξεδιπλώνονται σταδιακά τα γεγονότα.

Οι εξαιρετικοί ηθοποιοί και η γνωριμία με το μέσα τους και τις μεταξύ τους σχέση λοιπόν, είναι τα δυνατά σημεία των δύο πρώτων σεζόν. Σίγουρα, έρχεται και εκείνη η απογοήτευση που γεννάται από τον εγγενή ελιτισμό της βασιλικής οικογένειας και το καθήκον που ό,τι κι αν ρωτά απαντά απλώς με το «Στέμμα».  Σε κάνει να αναρωτιέσαι για το πόσο ευτυχισμένος είναι τελικά ένας άνθρωπος που γεννιέται ως διάδοχος ή έστω αποτελεί απόγονο βασιλικής οικογένειας.

Οι επόμενες δύο σεζόν φτάνουν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 με την απίθανη Olivia Colman να την μεταμορφώνουν σε Βασίλισσα Ελισάβετ ( κάπως μεγάλη για 40 χρονών βέβαια) και να αγωνίζεται να κυριαρχήσει σε ένα ολοένα και πιο τεταμένο και διαρρηγμένο έθνος.

Η σειρά συνεχίζει να αψηφά τους νόμους της δραματικής αφήγησης (όπως και στις πρώτες 2 σεζόν) και να περιλαμβάνει περισσότερη έκθεση από ό, τι θεωρητικά είναι δυνατόν μία σειρά να αντέξει. Σιγοβράζει την ιστορία με τρόπο τέτοιο που δεν προκαλεί την καθήλωση του θεατή.

Το πρόβλημα της σειράς έχει να κάνει με το βάθος, τον τόνο και τη γεύση. Ελλιπή πορτρέτα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον και χωρούν περισσότερης σημασίας, όπως ο χαρακτήρας της Νταϊάνα και της Θάτσερ (όπου ενσαρκώνεται μοναδικά από την Tζίλιαν Άντερσον). Από την άλλη ζούμε τον γάμο του -μέχρι τώρα- συμπαθητικού Κάρολου που τελικά καταβροχθίζεται από το θηρίο –βασιλική οικογένεια. Όμως μεταξύ των εσωτερικών μαχών και των μεταξύ τους σχέσεων δεν υπάρχει σκηνοθετική και σεναριακή εμβάθυνση κι αυτό μετακινεί τη σειρά από ένα σοβαρό δράμα σε μία πραγματικά πολύ καλή σαπουνόπερα.

Όλη η παραγωγή και το σύνολο εν γένει της σειράς παραδίδει μία πολύ καλή δουλειά και ανοίγει το σκηνικό για την ιστορία. Γυρίστηκε πλούσια  και σίγουρα κάθε επεισόδιο απαντά όλο και περισσότερο στις περιέργειες του βρετανικού ( και όχι μόνο) λαού για το πώς μπορεί να είναι ένας Μονάρχης στις ιδιωτικές του στιγμές, με τον σύντροφό του, τα αδέρφια του και εν τέλει με τον ίδιο του τον εαυτό.

Πρόκειται για μία σειρά με εξαιρετικές ερμηνείες, με καλά γραμμένο σενάριο, με καλή σκηνοθεσία που παρακολουθείται ευχάριστα δίχως την αγωνία για το τί μέλλει γενέσθαι. Θαρρώ πως η  αίσθηση της κλειδαρότρυπας είναι εκείνη που ενεργοποιεί και ερεθίζει το ενδιαφέρον των θεατών για τη σειρά και όχι τόσο η δουλειά ως αποτέλεσμα.

Όντως , παρουσιάζει ενδιαφέρον και είναι ένα συναρπαστικό θέμα η Βρετανία μετά τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ψυχρό Πόλεμο , από την άποψη των μη πλουσίων και των μη προνομιούχων. Μία τέτοια σειρά ίσως αν επικεντρωνόταν σε αυτά τα σημεία να ήταν μία σκέτη αποκάλυψη. Ωστόσο εδώ, η ιστορία της Βασιλικής οικογένειας και κυρίως οι κλειδαροτρυπικές διαθέσεις του όλου team να καθιστούν την σειρά σε μία σαπουνόπερα υψηλών προδιαγραφών, κάτι που οφείλουμε να της το αναγνωρίσουμε.

Το στέμμα λοιπόν, καταφέρνει να κάνει μια πραγματική ιστορία (με την οποία είμαστε αρκετά εξοικειωμένοι) με πολλές δημόσιες  και ενδιαφέρουσες προσωπικότητες να μοιάζει θελκτική προς παρακολούθηση και να μας πείθει για ένα βάθος μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες και την γενικότερη αξιόλογη προσέγγιση για αλήθειες, που στην ουσία δεν αγγίζει. Στέκεται επιφανειακά αλλά το κάνει με ταλέντο και αρκετή…χλιδή.

Από εμένα 7 /10

Διαβάστε επίσης