1η Ιουνίου
Είναι κάτι μέρες, που με τον τρόπο τους λένε, πως δεν έπρεπε να σηκωθείς από το κρεβάτι σου! Θυμήθηκα μια τέτοια μέρα, που δεν σου έχω περιγράψει και είπα να το κάνω, να πάει καλά η εβδομάδα! Καλοκαιράκι, αρραβωνιασμένη, έμενα περισσότερο στο Καπανδρίτι.
Ο Γιώργος έχει τότε το Καπρίτσιο, την καφετέρια, που ήταν δίπλα ακριβώς από το πατρικό του. Για να πας από το σπίτι στο μαγαζί, διέσχιζες μια μικρή αυλή. (Έχει σημασία η περιγραφή).
Ξυπνάω, ντύνομαι και διασχίζω την αυλίτσα, να πάω στον Γιώργο, με το άγχος του κόκορα που είχε η πεθερά μου, (παιδί της πόλης, πτηνά και άλλα, μόνο σε φωτογραφία μέχρι τότε), δεν προσέχω από την βιασύνη μου,(και τον φόβο μου) σκαλώνει η φούστα σε μια βρύση και με την φόρα που είχα, προσγειώνομαι, γδέρνω και τα δυο γόνατα.
Επιστρέφω σπίτι, η πεθερά μου τα γνωστά: οξυζενέ και ιώδιο. Πάω στο μαγαζί, πιάνοντας ένα ποτήρι, δεν βλέπω την μέλισσα, με τσιμπάει στο χέρι! Τρέχω πάλι στην πεθερά μου, μου τυλίγει το δάκτυλο με ένα βαμβάκι βουτηγμένο στο ξυδόνερο.
Επιτέλους καθόμαστε με τον Γιώργο να πιούμε καφέ, πάω να ανάψω τσιγάρο, παίρνει φωτιά το βαμβάκι από τον αναπτήρα και έγκαυμα πάνω στο τσίμπημα της μέλισσας! ( γι’ αυτό λένε ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία, να ξέρεις!)
Επιστρέφω πάλι στο σπίτι, με βλέπει η πεθερά μου να κλαίω από τους πόνους, και μ έστειλε στο κρεββάτι: « Κάτσε εκεί, εγώ θα σου πω ποτέ να σηκωθείς! Δεν είσαι για να κυκλοφορείς σήμερα!» Σοφή γυναίκα! Όσο για τον κόκορα, με είχε βάλει στο μάτι διότι λίγες μέρες μετά, καθώς πήγαινα στο μαγαζί, μου επιτέθηκε!
Με όπλο την τσάντα μου και τις φωνές μου, ενώ ο κόκορας τσιροβολούσε και πηδούσε να με φτάσει, έρχεται ο Γιώργος σαν ιππότης ( χωρίς πανοπλία) με ένα ξύλο (που να βρεθεί δόρυ τέτοια ώρα) και πάει το πτηνό! Διότι έτσι πρέπει να κάνει ο άντρας ο σωστός! Να προστατεύει την καλή του από τα θηρία!
Η πεθερά μου πάντως, μέχρι που πέθανε, μας το κρατούσε μανιάτικο για το κακό τέλος, του κόκορα!