Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
νομίζω σήμερα θα μελαγχολήσω, αλλά μην το πεις, είναι μυστικό! Επίσης νομίζω ότι γερνάω, αλλά ούτε αυτό να το πεις! Διότι δεν φταίω εγώ, αλλά ο Κορονοδιάβολος αφενός και …εσύ αφετέρου! Διότι τόσες αναμνήσεις μόνο οι γιαγιάδες ανασύρουν από τα σεντούκια τους κάθε τρεις και λίγο! Η γιαγιά Σοφία πάντως αυτό έκανε! Πιρούνι έπιανε και κάτι από τα παλιά θυμόταν! Και άρχιζε πάντα με το γνωστό: «Διες τώρα Λενούλα τι θυμήθηκα….» Εννοείται πως καθόμουν να την ακούσω, κι αν άκουγα την ίδια ιστορία, ποτέ δεν της το έλεγα!
Όπως κάθε χρόνο, επαναλάμβανε αυτά που ήδη ήξερα: «Λενούλα, σήμερα του Αγίου Ανδρέα και ξέρεις τι λένε; Πως από σήμερα αντρεύει το κρύο! Μπήκε ο χειμώνας!» ή «Αγίου Σπυρίδωνος σήμερα! Από σήμερα σπυρί σπυρί, μεγαλώνει η μέρα!» Και ως αδιαπραγμάτευτη απόδειξη, μου έφερνε τον Καζαμία! Της τον αγόραζα κάθε Χριστούγεννα και εκτελούσε, περίπου, χρέη… Ευαγγελίου όλη την χρονιά! Εκεί λοιπόν, μου έδειχνε πως πράγματι από τις 12 Δεκέμβρη η μέρα κέρδιζε δευτερόλεπτα…
Σαν την γιαγιά Σοφία κι εγώ, εδώ και τόσους μήνες, αφού εγγόνια δεν έχω, θυμάμαι και γράφω! Γι’ αυτό σου λέω πως νοιώθω σαν να γέρασα! Αλλά αν το πεις πουθενά, θα το αρνηθώ και θα εκτεθείς! (αλήθεια, κυκλοφορεί ακόμα ο Καζαμίας; Δια παν ενδεχόμενο!)
Ξαφνικά χθες, έφτιαχνα τσάι…. Τσάι και θεία Καίτη πάνε μαζί να ξέρεις! (Σου θυμίζω ότι η θεία Καίτη, παντρεύτηκε τον μεγάλο αδελφό της μαμάς μου, σου έδειξα και φωτογραφία από τον γάμο τους!) Θυμήθηκα λοιπόν τα οικογενειακά τραπέζια με το σόι από την Πόλη… Τι γλύκα ήταν αυτή; Τα καλά του Θεού στο τραπέζι, γέλια και φωνές, να μιλούν όλοι μαζί κατά προτίμηση, κι εγώ με την Σόφη, (την μοναδική μου πρώτη ξαδέλφη) να κοιταζόμαστε και να γελάμε με την τρέλα των…μεγάλων! (Για πότε βρέθηκα στην ηλικία τους μην το θυμηθώ και συγχιστώ!)
Στην συνέχεια, έβγαινε γλυκό (γλυκά) και καφές. Άρχιζαν οι συζητήσεις και μάντεψε ποιος τσακωνόταν με ποιον…. Η μαμά μου με τον αδελφό της! Εκ διαμέτρου αντίθετες οι απόψεις τους μια ζωή! Άναβε και κόρωνε η μαμά μου, απαντούσε ο θείος μου, έμπαινε και ο Γιώργος στην συζήτηση και πάνω που το πράγμα θέριευε, ακουγόταν (στην πιο καίρια στιγμή της διένεξης) η φωνή της θείας μου: «Τσαγάκι θέλετε; Να φτιάξω να πιούμε ένα τσαγάκι; Ώρα του είναι!» Πώς τα κατάφερνε να λέει την φράση, πάντα με τον ίδιο τόνο, στο ίδιο ύφος και με πανομοιότυπο χαμόγελο; Ήταν που ήθελε να κατευνάσει τα πνεύματα η γλυκιά μου, αλλά τα έκανε πάντα χειρότερα! Έξαλλη η μαμά μου (δεν ήθελε και πολύ, νύφη και κουνιάδα, άρρηκτος δεσμός!) και τα έβαζε μαζί της: «Άσε μας ρε Καίτη με το τσαγάκι σου, δεν αφήνεις έναν άνθρωπο να πει μια σοβαρή κουβέντα!»
Ποτέ δεν θύμωνε η θεία μου. Εξάλλου αυτό που ήθελε το είχε πετύχει…. Η συζήτηση ξεκινούσε πάλι μεν, αλλά σε χαμηλότερους τόνους! Κι αν στην συνέχεια εκτρεπόταν εκ νέου (πάντα γινόταν αυτό) πεταγόταν ξανά: «Δεν είπα εγώ να φτιάξω ένα τσάι να πιούμε να ηρεμίσουμε; Άντε μπρε! Τι τρώγεστε; Μέρα είναι αυτή σήμερα να τα πείτε όλα μαζεμένα;» Η μέρα μπορεί να ήταν μια απλή Κυριακή, δεν είχε σημασία!
Του Αγίου Δημητρίου βέβαια, μέρα γιορτής του θείου μου, μαζευόταν και το σόι από την μεριά τη θείας μου και τότε γινόταν το έλα να δεις! Η Νίτσα η ξαδέλφη της, με τον άντρα της τον Στέλιο και τα κορίτσια τους… Η Πόλη σε όλο της το μεγαλείο! Λίγο να ήσουν αφηρημένος, θα νόμιζες ότι βρισκόσουν στο Πέρα, στο Ταξίμ ή στο Τσεγκέλκοϊ… Τα «Άφεριμ» και τα «Ταμάμ» έφευγαν πολυβόλο! Η προφορά τραγουδούσε στα αυτιά μου…
Σαν την μύγα μες το γάλα η μανούλα μου! Ποτέ, αλλά ποτέ, τίποτα στην ομιλία της δεν θύμιζε Πόλη! Μόνο όταν η θεία μου της μιλούσε Τούρκικα (παλιό το κόλπο, για να μην καταλαβαίνουμε τίποτα εμείς τα παιδιά) της απαντούσε κι εκείνη στην ίδια γλώσσα. Μόνο μην έκανε το σφάλμα η θεία μου, ή η μητέρα της όσο ζούσε, να πουν μπροστά στην Αθηνούλα: «Εμείς στην Πόλη….» Έξαλλη γινόταν, τίποτα δεν της άρεσε από εκεί, είχε διαγράψει και αποποιηθεί …μετά βδελυγμίας την προηγούμενη ζωή της και δεν εννοούσε να καταλάβει πως για κάποιους, η Πόλη όπως την έζησαν, είχε μια γλύκα ανείπωτη. Ήταν ο τόπος τους. Όχι η Τουρκία, για να καταλαβαινόμαστε, αλλά η Πόλη! Μόνο αυτή! Σαν να αιωρείτο πάνω από χώρα, πάνω από θρησκεία, πάνω από τους Τούρκους. Ήταν η Πόλη! Σκέτη… Και αγαπημένη…
Κάθε φορά που ήταν να πάμε στην θεία μου γκρίνιαζε… Κάθε φορά που ήταν να πάμε, εγώ ένιωθα σαν να πήγαινα σπίτι…
Και κάτι επίσης μυστικό, αλλά μυστήριο… Μόλις βρεθώ με την θεία μου, αποποιούμαι την ίδια την ταυτότητά μου! Η γλώσσα γλιστράει, η προφορά αλλάζει… Το «λ» γίνεται πιο παχύ… Το «κοίτα» γίνεται «διες», το «να σου πω» γίνεται «να σε πω»… και τόσα άλλα… Μπορεί στην Πόλη να έζησα πολύ λίγο, αλλά όλο μου το σόι, όταν ήρθε στην Ελλάδα, την πήρε μαζί της, μέσα στις αποσκευές του διωγμού, και την έστησε ξανά!
Γι’ αυτό σου λέω, καλό μου ημερολόγιο, μάλλον γερνάω… Φαίνεται πως όταν γερνάς, γυρίζεις στις ρίζες σου… Και θυμάσαι… Και ξαναζείς όσα έφτιαξαν αυτό που είσαι σήμερα…
Και το πρώτο πράγμα που θα κάνω, μόλις λήξει όλο αυτό είναι να πάω να πιώ τσάι με την θεία μου την Καίτη! Και να πιάσουμε τα Πολίτικα, μέχρι τελικής πτώσεως!
Αλλά λέξη μην πεις παραέξω! Επισήμως, απλώς…μεγαλώνω! Σσσς!
ΣΗΜ: Δεν φαντάζομαι να θέλεις επεξήγηση για την σημερινή φωτογραφία!