Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Κοίταξε τώρα τι θυμήθηκα, στα καλά καθούμενα και άνευ αιτίας! Καλά, έτσι όπως είναι η κατάσταση, θα μου πεις, είναι να μην γυρίζει πίσω το μυαλό;
Και σε πάω στο 1996…μάλλον και αν θυμάμαι καλά! Έχει μόλις συντελεστεί με κάθε επιτυχία, η οικονομική καταστροφή μας! Ο Γιώργος και εγώ, δουλεύουμε στην καφετέρια όλη μέρα για να ορθοποδήσουμε, με χρέη πιο μεγάλα από το μπόι μας και από κοντά τα παιδιά φυσικά! Το πρόγραμμα κάθε μέρα είναι το ίδιο: Εγερτήριο για όλους στις 6, άφιξη στο μαγαζί και δουλειά μέχρι τις 8, που πήγαινα τα παιδιά σχολείο για να συνεχίσω μετά με κολατσιό (brunch το λένε τώρα!) και στην συνέχεια και φαγητό και ποικιλίες για μπύρα και όλα τα καλά. Το μεσημέρι εμείς σπίτι, να φάνε και να διαβάσουν τα παιδιά, ο Γιώργος συνέχιζε μέχρι αργά το βράδυ. Και κάθε μέρα η είσπραξη σε φακελάκια για να πληρώνονται οι υποχρεώσεις και τα χρέη. Και κάθε χρέος που έσβηνα, έπαιρνα και μια πιο βαθιά ανάσα…
Να ξέρεις, καλό μου ημερολόγιο, εμένα η κρίση δεν με τρόμαξε όταν ήρθε πολλά χρόνια αργότερα, γιατί είχα ήδη αναμετρηθεί μαζί της, όταν δεν ήξερε κανείς ούτε την έννοια της λέξης! Και η ζωή πάλι βροντούσε δίπλα μου και ήμουν νέα, αλλά δεν μπορούσα να συμμετέχω, με κυνηγούσαν τα…φακελάκια που έπρεπε να γεμίσουν κάθε μήνα! (Να ξέρεις, ακόμα φυλαγμένα τα έχω!)
Κι επειδή στην ζωή μου, έχω κάνει ένα σωρό τρέλες και ήμουν πάντα ένας τύπος του… «κατά πάνω στο κακό», κάνω και την επόμενη! Έρχεται η κουμπάρα και φίλη μου (είχαμε βαφτίσει την κόρη της) κι αυτή άνω κάτω και στεναχωρημένη, διότι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού της έκανε έξωση. Με τον άντρα της δεν έβρισκαν σπίτι που να αντέχουν τα επίσης άθλια οικονομικά τους και δεν ήξερε τι να κάνει. Εγώ μπορεί να μην είχα να φάω, αλλά διέθετα σπίτι τεράστιο και… άδειο από έπιπλα! Και όσο εκείνη μου μιλούσε εκθέτοντας την κατάσταση, εγώ είχα ήδη ολοκληρώσει το σχέδιο… Όταν της το είπα, έμεινε άναυδη…Ήξερα που θα έμπαινε το παραμικρό και είχα ήδη βρει και το πως θα λειτουργούσε η όλη κατάσταση!
Μετακόμισαν με όλα τους τα υπάρχοντα στο σπίτι μου, είκοσι μέρες μετά! Επί δυο χρόνια σχεδόν, δυο οικογένειες, δηλαδή τέσσερις ενήλικες και τρία παιδιά, συγκατοικήσαμε! Εκείνοι έφευγαν στις 6 για τις δουλειές τους αφήνοντας σε μένα το παιδί κι εγώ εκτός από όλα τα υπόλοιπα, είχα τρία παιδιά να φροντίζω, μέχρι το απόγευμα που επέστρεφαν εκείνοι. Οι δουλειές στην μέση, τα έξοδα δια δύο, κάθε απόγευμα μαγείρεμα για την επόμενη μέρα και κάθε Κυριακή η μια απέναντι από την άλλη με τις σιδερώστρες μας, βλέπαμε ελληνική ταινία, σιδερώναμε και…ξεφυσούσαμε επάνω από σεντόνια, πετσέτες και βουνά από ρούχα! Επίσης γράφαμε το…μενού της εβδομάδας που αναρτούσαμε στο ψυγείο για να ξέρουμε τι είχαμε μέρα να μαγειρέψουμε, αλλά και να ψωνίσουμε, διότι άπαξ της εβδομάδας πηγαίναμε σούπερ μάρκετ και ο λογαριασμός στα δυο φυσικά! Τις Κυριακές το απόγευμα, η καφετέρια παρέμενε κλειστή κι εκείνα τα απογεύματα, καφές στο σπίτι και…άπειρα γέλια! Γιατί το ρητό το λέει ξεκάθαρα: «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση!» Και τα νιάτα επίσης, συμπληρώνω εγώ! Οι αναποδιές της εβδομάδας, γίνονταν ανέκδοτο εκείνες τις Κυριακές και στην κυριολεξία, γελούσαμε με τα…χάλια μας!
Μια μέρα, θυμάμαι, πήρα τα παιδιά από το σχολείο (καλά, αστεία εικόνα, μπροστά εγώ και πίσω, κατ’ ανάστημα τα παιδιά, σαν πάπια με τα παπάκια μοιάζαμε) και επιστρέφουμε στη καφετέρια. Είχε δουλειά, δεν μπορούσαμε να φύγουμε, διότι ένα το αυτοκίνητο και μόνο ο Γιώργος μπορούσε να οδηγήσει τον… Κόναν (έτσι είχαμε ονομάσει το δεκαετίας ‘60 αυτοκίνητο που είχαμε δανειστεί) οπότε και περιμέναμε την κατάλληλη στιγμή για να μας πετάξει μέχρι το σπίτι. Ως από μηχανής θεός έρχεται ένας φίλος που δέχεται να καθίσει δέκα λεπτά στην θέση του Γιώργου. Τρέχοντας για να μην χαθεί χρόνος, πάμε να μπούμε στο αυτοκίνητο, μετράω παιδιά, λείπει ένα! Η βαφτιστήρα μου, τεσσάρων χρονών τότε, δεν έχει καταλάβει, έχει παραμείνει σε μια καρέκλα! «Τι κάνεις παιδί μου εδώ;» Την ρωτάω για να πάρω την απάντηση: «Παίζω με τα δαχτυλάκια μου νονά!» Είχε και οδηγίες από την μητέρα της, μην τυχόν και μπλέκεται στα πόδια μας την ώρα της δουλειάς!
Το Σάββατο, οι γυναίκες (δηλαδή εμείς) είχαν…ρεπό από την δουλειά (τέτοιο ρεπό να μην σου τύχει) και η μέρα ήταν αφιερωμένη στην….Φασίνα! Μεγάλο το σπίτι, σκούπες φαράσια, σφουγγαρίστρες, ξεσκονόπανα εις διπλούν και εμείς στην μάχη! Έχεις ακούσει το τραγούδι: «Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν…» Κάπως έτσι! Σαν συνεργείο καθαρισμού οι δυο μας! Το πλυντήριο βροντούσε, οι ηλεκτρικές σκούπες σου έπαιρναν τα αυτιά, τα έπιπλα που μετακινούσαμε διαμαρτύρονταν, αλλά το απόγευμα το σπίτι έλαμπε, σαν αντιτορπιλικό έτοιμο προς επιθεώρηση!
Λένε πως δύσκολα μπορούν να συνυπάρξουν δυο νοικοκυρές σ’ ένα σπίτι… Εμείς αποτελέσαμε την εξαίρεση μάλλον. Δυο χρόνια δεν ανταλλάξαμε πικρή κουβέντα, δεν δυσκολέψαμε ποτέ η μια την ζωή της άλλης, μάλλον προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε, ούτε σταθήκαμε σε μικρότητες… Ίσως γιατί δεν προλαβαίναμε! Ίσως η απελπισία, τα αδιέξοδα που πάνω τους σπάζαμε τα μούτρα μας δις και τρις ημερησίως, δεν άφηναν περιθώρια για καμία σκέψη, όταν το ζητούμενο ήταν η επιβίωση!
Αν το καλοσκεφτείς, καλό μου ημερολόγιο, παίζει το ρόλο της και η διάθεση που μπαίνεις σε μια σχέση… αν είσαι καλοπροαίρετος ή όχι… Αν το μόνο μέλημά σου, είναι να ψάχνεις για να βρεις ελαττώματα ή λάθη στον άλλον, θα τα βρεις!
Δυο χρόνια μετά, η συγκατοίκηση έληξε, τα παιδιά είχαν σταθεί στα πόδια τους, κι εμείς είχαμε αρχίσει πια να βλέπουμε…φως στο τούνελ…
Αν με ρωτήσεις, θα το ξανάκανα χωρίς δεύτερη σκέψη… Γιατί είναι πολύ όμορφο, όταν γυρίζεις πίσω να μην μετανιώνεις για όσα έκανες!
ΣΗΜ: Οι κουμπάροι, κάποιο Πάσχα… Ξέρω ότι την έχω ανεβάσει ξανά αυτή την φωτογραφία, αλλά πιο κατάλληλη δεν υπήρχε για σήμερα, οπότε κάνε πως δεν κατάλαβες καλό μου ημερολόγιο!