Παρασκευή 13 Νοεμβρίου
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
δεν θυμάμαι αν σου έχω πει για τις κλοπές! Οοοοοχι, δεν σου έκρυψα διπλή ταυτότητα, δεν έκλεψα εγώ, εμένα έκλεψαν και όχι μία, αλλά τρεις φορές!
Η πρώτη έλαβε χώρα όταν ήμουν έγκυος στον γιο μου. Φύγαμε να πάμε σ’ ένα γάμο και όταν γυρίσαμε, έλειπαν ΟΛΑ τα κοσμήματα (και ήταν πάρα πολλά λόγω πρόσφατου αρραβώνα και γάμου), το βίντεο που ήταν με δόσεις (πλήρωνα τις δόσεις, αλλά δεν είχα βίντεο επί μήνες) και κόντεψα να μείνω στον τόπο έγκυος γυναίκα με το χάλι του σπιτιού μου! Επιπλέον δε, ακριβώς επειδή ήμουν έγκυος και δεν φόρεσα τα κοσμήματα που θα φορούσα κανονικά λόγω….τυμπανισμού, τα βρήκαν όλα και…τακτοποιημένα! Να σου θυμίσω ότι είναι η εποχή που η λατέρνα κι εγώ… αδελφούλες! Και στον μπακάλη να πήγαινα έπρεπε να… σετάρω ρούχο και κόσμημα! (είκοσι χρονών στην δεκαετία του 80, να θυμίσω εκ νέου!)
Μετά την εν λόγω κλοπή, δεν θυμάμαι πόσες βδομάδες έκλαιγα απαρηγόρητη. Νομίζω μέχρι να γεννήσω… Εννοείται ότι κανείς δεν συνελήφθη και μόνο τα κοσμήματά μου …ανελήφθησαν!
Η δεύτερη κλοπή, συνέβη πολλά χρόνια αργότερα, δηλαδή πάνω που είχα αποκτήσει κάποια λίγα χρυσαφικά αλλά πολύ περισσότερα Φο μπιζού (Μετά την πρώτη κλοπή, είχα πει: Ποτέ ξανά αληθινά!) Ο κλέφτης γνωστός μεν, άφαντος δε! Βάζαμε κάτι πλάκες Καρύστου στην αυλή…. Φύγαμε για τις δουλειές μας, παραμονή 28ης Οκτωβρίου. Τα παιδιά στο σχολείο εμείς στην καφετέρια, η μητέρα μου για την δουλειά της. Επιστρέφουμε το μεσημέρι, άφαντος ο εργάτης. Φοβηθήκαμε μην τραυματίστηκε, τον έψαχνε ο Γιώργος στο κέντρο υγείας! Τίποτα δεν αντιληφθήκαμε όμως! Όλα στην θέση τους! Την επόμενη μέρα που άνοιξα το συρτάρι μου να φορέσω κάποιο κόσμημα, ήταν όλο άδειο! Ο κύριος είχε μπει από κάποιο παράθυρο που ξεχάσαμε ανοιχτό, και πέρασε όλο το σπίτι! Επί μήνες ανακαλύπταμε ότι μας έλειπαν πράγματα. Ένα μπουφάν, κάποιο πουκάμισο του Γιώργου, ένα κασετοφωνάκι η μαμά μου… Βέβαια στην πορεία, θα ανακάλυψε ότι τα περισσότερα από τα κοσμήματα που πήρε, ήταν ψεύτικα, αλλά δεν τον είχα πρόχειρο να του ζητήσω συγνώμη για την…απάτη!
Και ενώ ο σοφός λαός λέει: «Μια του κλέφτη, δύο του κλέφτη, τρίτη και φαρμακερή», το φαρμάκι ήταν πάλι για μας! Και αυτή την φορά, πολύ χειρότερα τα πράγματα διότι ήμασταν σπίτι!
Άκου τώρα σκηνικό για να καταλάβεις. Η Μαρία μου στα 16. Ο Αλέξανδρος 21. Εκείνος κοιμάται στο δώμα, έναν όροφο πάνω από τις κρεβατοκάμαρές μας. Για καλή μας τύχη, δεν παίρνει είδηση το παραμικρό, δεδομένου ότι το προηγούμενο βράδυ έχει βγει, έχει ξενυχτίσει και κοιμάται πολύ βαριά. Και λέω για καλή μας τύχη, διότι αν αντιλαμβανόταν τι γινόταν και αποφάσιζε να το παίξει…Ράμπο σε αποστολή διάσωσης γονιών και αδελφής, δεν θέλω ούτε να φαντάζομαι τι θα γινόταν!
Ξυπνάω με την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά, με τα φώτα όλα αναμμένα. Αντικρίζω κουκουλοφόρο να ψαχουλεύει το δωμάτιο. Κλείνω τα μάτια, σίγουρη ότι βλέπω κακό όνειρο. Τα ανοίγω ξανά καθώς ο εγκέφαλος έχει πλέον αφυπνιστεί εντελώς. Μου κάνει νόημα να μην μιλήσω και βλέπω ότι κρατάει όπλο. Ο Γιώργος είναι επίσης ξύπνιος και με κοιτάζει. Από πάνω μας έτερος κουκουλοφόρος με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο στα χέρια. Είναι αυτός που φεύγει προς το δωμάτιο της Μαρίας. «Μην την πειράξεις!» του φωνάζω, έτοιμη πλέον να επιτεθώ και ότι θέλει ας γίνει, αν είναι να μου πειράξει το κορίτσι. Μπα, δεν ήρθαν για να κάνουν κακό, αυτό τους το αναγνωρίζω! Απλώς την ξύπνησε και μας την έφερε στο κρεβάτι. Η Μαρία να βρίζει σαν χαμάλης (κι αυτό το πουλάκι μου, ποτέ δεν το βουλώνει όταν πρέπει) σε σημείο που της κάνει παρατήρηση ο ένας εκ των δύο! Ρωτάω τον οπλοφόρο τι ψάχνει. Εκείνος μου λέει: «Λεφτά!» Από κει και μετά δεν σταματώ να έχω οπτική επαφή μαζί του και να του μιλάω, ενώ ο Γιώργος έχει πάρει αγκαλιά την Μαρία και προσπαθεί να την κάνει να σταματήσει να μιλάει. (Μα πόσο ίδιες πια, μάνα και κόρη!) Μου επιτρέπει να σηκωθώ και τον πηγαίνω στα χρήματα που έχω στο σπίτι. Δεν είναι πολλά, αλλά δεν είναι και λίγα. Κάπου 2.οοο ευρώ… Τα παίρνει. Δεν έχω σταματήσει να του μιλάω, εξηγώντας από πριν τις κινήσεις μου και ότι άλλο μου έρχεται στο κεφάλι, ούτε θυμάμαι τι του έλεγα! Με οδηγεί πίσω στο κρεβάτι. Είναι η ώρα να φύγουν (ή τελείωσαν ότι είχαν να κάνουν, ή τον ζάλισε η πολυλογία μου!) και απ’ ότι μας λένε πρέπει να μας δέσουν…. Ο Γιώργος παίρνει τον λόγο: «Δεν χρειάζεται! Αφού δεν μας πειράξατε, στο καλό να πάτε παιδιά!» (είμαστε θεοπάλαβοι ως οικογένεια, να τα λέμε κι αυτά!) Φεύγουν με το αμάξι μας (το οποίο βρήκαμε παρατημένο στην Αθήνα έναν μήνα μετά) και όταν η πόρτα κλείνει πίσω τους, τότε τρέχουμε να δούμε τι έχει συμβεί με τον γιο μας…. Απλώς κοιμάται τον ύπνο του δικαίου και μόνο που δεν πέφτω στα γόνατα να ευχαριστήσω τον Θεό που τελειώσαμε αναίμακτα! (Ίσως και να έπεσα, δεν θυμάμαι, το σοκ ήταν τεράστιο!) Εννοείται ότι μέχρι να μας ξυπνήσουν, είχαν περάσει όλο το σπίτι, είχαν πάρει κινητά, λαπ τοπ ακόμα και από το σπίτι της μαμάς μου (δίπλα), που επίσης κοιμόταν!
Κάναμε μήνες να κοιμηθούμε σωστά. Εκ περιτροπής ο ύπνος, σαν να φυλάγαμε σκοπιά ο Γιώργος κι εγώ… Μετά πληρώσαμε μια περιουσία για έναν συναγερμό που προσομοιάζει του…. Λευκού οίκου και βάλαμε σιδεριές σε όλα τα παράθυρα!
Θυμάμαι πάντως ότι μετά από αυτό, εκείνο το καλοκαίρι βρεθήκαμε με τα ξαδέλφια μας, τον Γιώργο και την Ματίνα και τα παιδιά μας, στο Πάπιγκο! Ήταν η πρώτη φορά που κοιμηθήκαμε ανάλαφρα! Και από τότε, σύνδεσα την ηρεμία μ’ εκείνο τον ξενώνα και κάθε χρόνο εκεί θα πάμε για λίγες μέρες, οπωσδήποτε! Στο Πάνθεον! Γειά σου Τάσο και Βούλα με τα ωραία σας!
ΣΗΜ: Η φωτογραφία από εκείνο το καλοκαίρι!