Προς τα Χριστούγεννα οδεύουμε, αλλά ποτέ δεν λέμε όχι σε μία ιστορία που ξεκίνησε ένα Πάσχα.
Μεγάλη Πέμπτη απόγευμα. Χαιρετιόμαστε στο γραφείο. Θα τα πούμε σε τέσσερις μερούλες. Ευχές, αγκαλιές, “All that heaven will allow”, που θα ‘λεγε κι ο Αφεντικός. Με το που βγαίνω στο δρόμο, χτυπάει το ρημάδι, άλλως κινητό. Μετά την έκφραση ανακούφισης που δεν είναι από το γραφείο, πατάω το κουμπάκι. Ο κουμπάρος. «Και φέτος μία απ’ τα ίδια, έτσι»; Πώς το καταφέραμε και τέτοιες μέρες ανταμώνουμε για μπόουλινγκ, δεν είναι εύκολο να σας το περιγράψω. Γύριζε στο κεφάλι μας σαν ιδέα κάποτε, κάποια στιγμή και μετά από καμιά εξηνταριά μήνες πήραμε τηλέφωνο να κλείσουμε και όταν βρεθήκαμε στου Ρέντη… Ε, μας άρεσε πολύ! Από τα περίεργα κόκκινο-κάτι παπούτσια μέχρι το «Λέβελ Ντισκοτεκιού», όταν έσβηναν τα φώτα και άναβαν τα neon.
Τη μπάλα δεν την πιάνω σωστά. Δεν βάνω καλά τα δάχτυλά μου. Δεν πειράζει όμως. Και τα strike μου κάνω και τα safe μου κάνω και καμιά φορά δεν πετυχαίνω καμία κορίνα και άλλες πάλι μιμούμαι τον Al Bundy από το «Παντρεμένοι με παιδιά», όταν τις πετύχαινε όλες. “Stiiiiii-Rike”! Και γύρισαν από τις άλλες παρέες… Άλλοι ενοχλημένοι, άλλοι με κορόιδευαν, άλλοι γελούσαν γιατί θυμήθηκαν τη σεκάνς, άλλοι… γιατί ήταν στην ίδια ομάδα με μένα…
Τα χρόνια πέρασαν. Κάποια στιγμή πήγα με τη Χρύσα στη «συγκέντρωση». Είχαμε να βρεθούμε μπόλικους μήνες και τα κουμπάρια δεν ήξεραν τι παίζει. Μπήκε μέσα η μέλλουσα κυρία Κου και τους έδωσε τα μυαλά στο χέρι. Ο έτερος κουμπάρος μου πέταξε «Πρόσεξε, ρε! Και την Κωνσταντίνα εδώ τη γνωρίσατε για πρώτη φορά. Δεκατέσσερα χρόνια γάμου πλην ένα και δύο παιδιά. Κανόνισε την πορεία σου»! Ο Αλέξης έκανε νόημα στη Χρύσα ότι ήταν η σειρά της να παίξει. Πέτυχε οκτώ στις δέκα. «Έχεις ξαναπαίξει»; «Παλιά»… Η Μαρία της είχε πιάσει την κουβέντα. Μετά από ώρα γύρισε σε μένα. «Για σένα δουλεύω, για να πέσεις στα μαλακά»…
Προχθές χτύπησε το ρημάδι, γιατρέ μου, ενώ ήμουν σε τηλεδιάσκεψη στο γραφείο. Μίλησα με το στεφάνι μου καμιά ώρα μετά. Μου είπε ότι είχε πάρει τηλέφωνο όλα τα κουμπαρέτα και είχε κανονίσει για μπόουλινγκ το βράδυ. Έβαλα τα γέλια. Της είπα ότι είχε κάνει πολύ καλά και πως με κάτι τέτοια την αγαπούσα ακόμα περισσότερο. Είναι κάποιες συνήθειες, μια στο τόσο πάντα, που γίνονται απαραίτητες. Μια το τόσο πάντα. Κι όταν ο άνθρωπός σου γίνεται μέρος αυτού του «μια στο τόσο», γίνεται αυτόματα κομμάτι δικό σου. Πάντα. Για πάντα.