Σε ένα άρθρο κοινωνικού περιεχομένου και προβληματισμού, η Marie Denise επιχειρεί να προσεγγίσει σ’ ένα πρώτο επίπεδο το έγκλημα- “θρίλερ” στην Αγία Βαρβάρα που συγκλονίζει το πανελλήνιο εξετάζοντας συνοπτικά τους παράγοντες που οδηγούν νέους ανθρώπους σε παρεμφερείς αποτρόπαιες πράξεις, αλλά και τα σημεία εκείνα που θα συνεισέφεραν στην πρόληψη.
Σοκαρισμένη η κοινή γνώμη παρακολουθεί την εξέλιξη «θρίλερ» όσον αφορά στην αποτρόπαιη δολοφονία της 50χρονης γυναίκας στην Αγία Βαρβάρα από την 15χρονη κόρη της, τον 17χρονο σύντροφό της και έναν 16χρονο φίλο του. Μέχρι στιγμής, υποστηρίζεται ότι το έγκλημα σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από τα τρία αυτά πρόσωπα, ενώ η κόρη του θύματος επεξεργαζόταν το σχεδιασμό της πράξης τους ήδη από καιρό, παρέα με τον 17χρονο, όπως διαβάζουμε στο enikos.gr
Από τη σκοπιά του δικού μου ιστότοπου έρευνας και προβληματισμού denisediamanti.gr, έχει νόημα να εξετάσουμε συνοπτικά: α) τι μπορεί να οδηγεί ανθρώπους αυτής της ηλικίας σε τέτοιου είδους θλιβερές επιλογές εγκληματικών ενεργειών και β) ποιοι παράγοντες θα μπορούσαν να καταστούν καθοριστικοί στην πρόληψη / αποτροπή παρεμφερούς δράσης.
Πρωτίστως, θα πρέπει να βασιστούμε στη Γενική Θεωρία του Εγκλήματος, σύμφωνα με την οποία η εγκληματική συμπεριφορά συνιστά αποτέλεσμα ενός συνδυασμού του χαμηλού αυτοελέγχου με τις ευκαιρίες που δίδονται στο άτομο προς την εγκληματικότητα* .
Τα άτομα τα οποία εμφανίζουν χαμηλά επίπεδα αυτοελέγχου διέπονται, σύμφωνα με έρευνες, από παρορμητισμό, εγωκεντρισμό, τάση για αναζήτηση κινδύνων και ανάληψης ρίσκου, προτίμηση προς τη σωματική εργασία (σε αντίθεση με την πνευματική), εστίαση στο βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμα και εσωστρέφεια, υπό την έννοια ότι χρησιμοποιούν ελάχιστα τα λεκτικά επικοινωνιακά μέσα. Κατά τους Gottfredson & Hirschi, τα παραπάνω χαρακτηριστικά πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά, έτσι ώστε να υπάρξει εγκληματική ενέργεια** .
Ο χαμηλός αυτό-έλεγχος αποτελεί ένα χαρακτηριστικό που φαίνεται να οφείλεται εν πολλοίς στην ανεπαρκή γονεϊκή διαπαιδαγώγηση, με ασταθή είτε σκληρή πειθαρχία είτε ακόμα και στην έλλειψη γονεϊκής επίβλεψης και καθοδήγησης*** .
Οι έρευνες έχουν καταδείξει πως η βίαιη κι επιθετική συμπεριφορά, ως έκφανση των γενικότερων προβληματικών τάσεων έκφρασης, ειδικά κατά την περίοδο της εφηβείας, μπορεί να προβλεφθεί σε μεγάλο βαθμό με βάση τον παράγοντα των σχέσεων με φίλους που επιδίδονται σε πράξεις εκδήλωσης αποκλίνουσας συμπεριφοράς**** . Για να το θέσουμε πιο απλά, «οι κακές παρέες», όπως συνηθίζουμε να λέμε, παίζουν έναν κυρίαρχο ρόλο στην επίταση του προβλήματος.
Η συσσωρευμένη οργή ως κίνητρο εγκληματικής δράσης έχει βρεθεί σε πολλές μελέτες να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο, τόσο σε νεαρά αγόρια, όσο και στα νεαρά κορίτσια.
Βεβαίως, ζητήματα όπως οι τραυματικές εμπειρίες, η δομή της ίδιας της προσωπικότητας, στοιχεία ψυχοπαθολογίας, γενικότερα θέματα ψυχικής υγείας, τάσεις αυτοτραυματισμού και χαρακτηριστικά εσωτερικής σκληρότητας / έλλειψης ενσυναίσθησης συμπεριλαμβάνονται σε μια μεγάλη λίστα παραγόντων που χρήζουν ανάλυσης στα πλαίσια της έρευνας για την εγκληματική συμπεριφορά.
Το ζήτημα της εγκληματικής συμπεριφοράς είναι βαθύ και περίπλοκο. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, είναι βέβαιο πως για ακόμα μια φορά ερχόμαστε να μιλήσουμε για το ιδιοσυγκρασιακό υπόστρωμα κι έναν ιδιαίτερο συνδυασμό αυτού με την κοινωνική εμπειρία και τα βιώματα, όπως αυτά εκδιπλώνονται ήδη στις σχέσεις εντός της οικογένειας και ανάμεσα στα φιλικά περιβάλλοντα.
Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό να δουλέψουμε ως κοινωνία μέσα από τις δομές (οικογένεια, παιδεία, κοινωνικά πρότυπα, φορείς που εμπλέκονται στην ψυχική υγεία, αλλά και στο γενικό έλεγχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς) πολύ έντονα επάνω στην πρόληψη. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να δούμε όσο γίνεται πιο προσεκτικά το θέμα του ρόλου των γονέων και της πειθαρχίας, τις μεθόδους διαπαιδαγώγησης που θέτουν ισχυρά θεμέλια στον αυτοέλεγχο (άρα στα όρια), αλλά και τους τρόπους που όλα τα συστήματα εν χορώ μπορούν να εισφέρουν στο να κατευναστεί ή να οριοθετηθεί ή ακόμα και να μετουσιώνεται προς δημιουργικές κατευθύνσεις – αν δεν μπορεί να αποτραπεί ευθύς εξ’ αρχής- αυτό το συναίσθημα της οργής.
Μια κοινωνία που προβάλλει τα υγιή όρια προσφέροντας ως πρότυπα συμπεριφορές που δείχνουν ενσυναίσθηση, ανθρωπιά, κατανόηση, αλληλεγγύη κι ευαισθησία προς το κοινωνικό σύνολο έχει μάλλον περισσότερες πιθανότητες να «προλάβει το κακό» σε αντίθεση προς μια κοινωνία που προτάσσει το ατομικό συμφέρον, τις έντονες ταξικές κοινωνικο-οικονομικές διαφορές που εκλαμβάνονται σαν χάσματα και την «άμεση» ικανοποίηση, ειδικά μέσω μιας θεώρησης της ζωής και της ευτυχίας με κέντρο το «υλικό κέρδος» και ένα είδος εγωιστικής, ατομικής «επιτυχίας», ακόμα και εις βάρος του συνανθρώπου.