Μα δεν πίνω καφέ!

Το prequel που λέγαμε στο μπόιφρεντς νάιτ ιν, ντε!

Από μικρός κουβαλάω διάφορα κολλήματα, γιατρέ μου. Τραγουδάω στο δρόμο όταν περπατάω. Μουρμουρίζω ανεξαρτήτως χώρου και χρόνου. Χτυπάω το ποτήρι της μπύρας στο τραπέζι πριν σκουντρήξω (εξώδικο από τους Καζαντζακικούς ΤΩΡΑ). Προτιμώ τους μονούς αριθμούς από τους ζυγούς. Κρατάω τα χαρτιά της τράπουλας ανάποδα. Ίσως, όπως λέει κι ο κουμπάρος μου ο Σωτήρης, να είμαι στην ουσία ένας αριστερόχειρας που γράφει με το δεξί. Ίσως… Α, ναι! Δεν πίνω καφέ. Όχι, ντοτόρε μου. Με τρελαίνει η γεύση της μόκας. Ξέρεις τι παγωτό μόκα έχω τσακίσει εγώ που με βλέπεις;

Η Χρύσα ξέρει πλέον όλα τα χούγια μου. Η Ζοζεφίνα τα έμαθε από τη Χρύσα. Τις πρώτες φορές, κατά τη διάρκεια του κόρτε (τι λέξη πήγα και σκέφτηκα, ο παλαιολιθικός) και της αρχικής γνωριμίας γενικότερα, όταν βρισκόμαστε για καφέ και η φίλη της λατρείας μου με άκουγε να παραγγέλνω «Μία σοκολάτα ζεστή» κι ας είχε τριάντα δύο υπό σκιάν, γελούσε. Με τακτ βέβαια, με την ένταση κοντά στο μηδέν, αλλά γελούσε. «Βρε Κωστή μου; Ούτε καν παγωμένη»; Κι εγώ απαντούσα στο καπάκι «Η θηλυπρέπεια είναι μισή αρχοντιά, μάτια μου. Νε σπα»; Η Ζοζεφίνα γελούσε δυνατά, η δικιά μου έβαζε το χέρι της μπροστά από το στόμα της, το έβγαζε στο καπάκι, έκλεινε τα μάτια και γελούσε με την καρδιά της και το παιδί στο service μου πετούσε «Κάνε ένα stand up. Μπορεί και να το έχεις».

Είναι κι άλλοι πολλοί σαν κι εμένα, j-ts’aak (ο γιατρός στα Γιούκατεκ-Μάγια) μου. Που δεν πίνουν καφέ, που κακολογούσαν τη μπύρα μέχρι τα δεκαοκτώ τους και μετά την κατανάλωναν περιπαθώς, που δεν παίζουν καλή μπάλα και δεν ντρέπονται να το ομολογήσουν. Ο καφές ήταν κάτι που λειτούργησε στην αρχή περίεργα. «Τι σόι σερνικός είναι αυτός, που δεν πίνει καφέ»; Κι εγώ κοιτούσα το φίλο ή τη φίλη και απαντούσα αλά Τζένη Καρέζη στο «Δεσποινίς Διευθυντής». «Τι λες, παιδί μου; Με έχεις δει εμένα να τρώω σταμναγκάθι; Με έχεις δει πάνω σε σκάλα; Με έχεις δει να ζητάω κατίκι στο σούπερ μάρκετ; Στο ντελικατέσεν ίσως»; Κι ο καφές μπορεί να μην ερχόταν, ερχόταν όμως το γέλιο. Και με συμπάθησαν, παρά την αναπηρία μου.

Η Χρύσα πεθαίνει για καλό καφέ. Όταν της είπα ότι φτιάχνω εκπληκτικό καφέ, σούφρωσε τα ζωγραφισμένα φρύδια της. «Και πώς γίνεται αυτό»; Της εξήγησα ότι έχω υπηρετήσει στο πολεμικό ναυτικό. Χάθηκε περισσότερο. Μέχρι που δοκίμασε. Έπαθε την πλάκα της, μπορεί και να μ’ αγάπησε λίγο περισσότερο και βάλθηκε να με ρωτάει για τη θητεία μου. Μμμ… επόμενο επεισόδιο μου μυρίζει αυτό…

Διαβάστε επίσης