Στην τηλεόραση το είδες;

Γιατρέ μου, η Χρύσα άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. Εν προκειμένω (έτσι, για να δείξω ότι τιμάω τα πτυχία μου και την υποβόσκουσα υποκουλτούρα μου), άνοιξε το κασελάκι με τις αναμνήσεις.

Από την ώρα που της είπα ότι έμαθα να φτιάχνω φοβερό καφέ στο ναυτικό που υπηρέτησα, δεν μαζεύεται. Αφού, να φανταστείς, ακύρωσε την αποψινή της ασμπέτε συνάντηση με την καινούργια συνάδελφο από το γραφείο, μία καλλονάρα (κατά τας περί-γραφάς) ονόματι Ευφρασίτσα (κάποιος εκεί πάνω ξεκαρδίζεται σε διαφόρων ειδών βαπτίσεις), για φαγητό και σινεμά (η Ζοζεφίνα ξανάμπλεξε συναισθηματικά και μάλιστα πρόσφατα – αλλά αυτό είναι για τα επόμενα επεισόδια), για να κάτσει σπίτι και να με ακούσει να εξιστορώ. Ήμαρτον…

Έκανε μπάνιο, μύρισε γκουάβα όλο το σπίτι και μου ήλθε στο μυαλό η σκηνή με το Joey στα «Φιλαράκια», που πληροφορεί τη Phoebe ότι μυρίζει υπέροχα είτε το γκουάβα σαμπουάν του είτε το σάντουιτς που έτρωγε… στο ντους! Φόρεσε το υπ’ αριθμόν 29 Queensryche μπλουζάκι της, κουκουλώθηκε κοντά μου και ξεκίνησε. «Έλααααα… πεεεεες μουουου». Επειδή το «μουουου» παραπέμπει σε μαυρόασπρες γαλακτικές καταστάσεις, κάτσε να σκεφτώ κάτι άλλο.

Όταν ήμουν πιτσιρικάς, η παρέα μου και εγώ παίζαμε μπάσκετ στο γήπεδο κοντά στο δημοτικό σχολείο στα Σελήνια, το χωριό που μεγάλωσα. Είχε μπόλικο λαό και συνήθως παίζαμε δύο παιχνίδια την ημέρα. Διπλό, με λήξη στους σαράντα πόντους, με το καλάθι να μετράει για ένα και το τρίποντο για δύο. Της μουρλής το πανηγύρι, με τσακωμούς, έχθρητες, φιλιώματα και πολλή ένταση. Και στο τέλος της ημέρας, να κάνουμε τη διαδρομή σχολείο-σπίτια μας, μία απόσταση δεκαπέντε με είκοσι λεπτά το πολύ, σε δυόμισι ώρες, αφού η ενέργεια είχε φύγει από τα χέρια και τα πόδια και είχε πάει στη λογοδιάρροια.

Συνήθως παίζαμε με μια ομάδα «μεγάλων». Αυτό τον τίτλο είχαμε δώσει στους αντιπάλους, αφού τότε όλοι τους ήταν πάνω από τριάντα και από μας ο μεγαλύτερος ήμουν εγώ, που φλέρταρα με τα δεκαοκτώμισι. Μας χτυπούσαν, γιατρέ μου, μας έδερναν, μας κατάκλεβαν στους κανονισμούς, αλλά πάλι αντέχαμε. Αγνός υγιής μαζοχισμός…

Ο Μήτσος είναι πολιτικός μηχανικός. Εξαιρετικός στη δουλειά του, έφτιαξε μάλιστα και μια σπιταρόνα που πολύ τη ζαχαρώναμε, αλλά στο μπάσεκετέ… στοκάλευρος από τους λίγους! Δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του, τα έκανε όλα τατιάνα και είχε το θράσος να βγει κι από πάνω. Κλασσικά το σορτσάκι του απείχε πέντε πόντους από τις Αμασχάλες και κλασσικά ύφος χιλίων καρδιναλίων. Μια μέρα εμφανίζεται στο γηπεδάκι ο φίλος μου ο Παναγιώτης, κοφτερό μυαλό και τρελός Maidenάς, ο οποίος του έριξε μια ματιά και φώναξε «Ρε σεις! Ο Wasted Years”! Διπλωθήκαμε στο γέλιο, συμφωνήσαμε ότι του ταίριαζε γάντι το προσωνύμιο και του το κολλήσαμε. Νομίζω πως δεν το ‘μαθε ποτέ, αλλά δεν έχει και τόση σημασία.

Ο Wasted λοιπόν (χάριν συντομίας), σε κάποια στιγμή αμφισβητούμενης φάσης (μας τύχαιναν κάθε δύο λεπτά περίπου), απευθύνθηκε στο συμπαίχτη μου, που ο άμοιρος είχε τελειώσει γυμναστική ακαδημία, με ειδικότητα το μπάσκετ και του πέταξε τη μνημειώδη ατάκα «Τι λες, παιδάκι μου; Στην τηλεόραση το είδες»; Εφτακόσια χρόνια μετά, όποτε ανταμώνω το Νικόλα, του θυμίζω καμιά φορά το «ενκάουντερ». Γελάει σαν παιδί. «Ρε, τι τραβάγαμε… Ευτυχώς που όταν πατήσαμε τα τριάντα, τα παρατήσαμε όλα αυτά».

Η Χρύσα κάλεσε τη Μαρία του κουμπάρου μου. «Φιλενάδα; Θα έλθετε σπίτι μεθαύριο. Θέλω να μάθω κι άλλα για τη Λάσπη». Πώς είπατε; Ποια είναι αυτή η Λάσπη (με κεφαλαίο Λ, παρακαλώ πολύ); Μμμ… κάτι θα κάνουμε. Τι μαγειρεύεις, αγάπη;

Διαβάστε επίσης